Ο Ανδρέας Κάλβος, μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους
μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792 και πέθανε στο
Λονδίνο το 1869. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο εξωτερικό και
ένα μεγάλο μέρος της στην Ιταλία, όπου συνάντησε τον ποιητή Ούγκο Φώσκολο. Η
γνωριμία του αυτή είναι πολύ σημαντική, μιας και ο Φώσκολος ήταν καθοδηγητής
του Κάλβου στην αρχή της συγγραφικής του πορείας.[1]
Όσον αφορά την ποίησή του, παρουσιάζει πάρα πολλές
ιδιομορφίες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν αντανακλώνται στοιχεία των
ρευμάτων της εποχής του. Γενικότερα, αυτές οι ιδιομορφίες, έκαναν την ποιητική
του αρκετά απρόσιτη προς το απλό αναγνωστικό κοινό της εποχής. Παράλληλα, η ποιητική του επικεντρώνεται στις
αξίες της αρετής και της ελευθερίας και χαρακτηρίζεται από ένα αντιλυρισμό.[2]
Μάλιστα, το παράδοξο είναι ότι αν και στην Ευρώπη η ποίηση του Κάλβου είχε βρει
μεγάλη ανταπόκριση, στην Ελλάδα δεν είχε την ίδια τύχη. Αυτό, θα αλλάξει όταν
το 1888 ο Κωστής Παλαμάς σε μια διάλεξη στον "Παρνασσό", προβάλλει το
έργο του Κάλβου και από τότε θα αναγνωριστεί η αξία του[3].
Ο Καραντώνης αναφέρει ότι η βάση της στιχουργικής του
Κάλβου ήταν ο κλασικός 15σύλλαβος. [4]
Ο συγγραφέας, ακριβώς μετά αναφέρει ότι ο Κάλβος συνηθίζει να σπάει το
15σύλλαβο σε ένα οκτασύλλαβο και ένα επτασύλλαβο ή και το αντίστροφο. Οι
στροφές των ποιημάτων είναι συνήθως τεσσάρων στίχων αποτελούμενες από 2
σπασμένους δεκαπεντασύλλαβους στίχους
και ένα πεντασύλλαβο, που τις «κάνει να αναπηδούν στο έδαφος και να
απογειώνονται». Ωστόσο, αλλάζει τον τονισμό των λέξεων και έτσι με αυτό τον
τρόπο ο δεκαπεντασύλλαβος ξεχνιέται.
Κάποιες από τις πηγές της στιχουργικής του Κάλβου,
μπορούν να θεωρηθούν οι σπουδές του στην αρχαία ελληνική γραμματεία, αλλά και ο
θαυμασμός προς την αρχαία στιχουργική
και μετρική. [5] Άλλες
πηγές του είναι η επιρροή του από το νεοκλασικισμό του Φώσκολου και του Αλφιέρη,
αλλά και η αναγεννημένη στα ελληνορωμαϊκά πρότυπα ιταλική λογοτεχνία και
φιλολογία. Επιπλέον, σύμβολα του ποιητή είναι οι ήρωες του 1821, οι αετοί και
τα λιοντάρια.
Από την άλλη πλευρά ένα ιδιότυπο στοιχείο στην Κάλβεια
ποιητική είναι το γλωσσικό και λυρικό ιδίωμα.[6]
Ο Κάλβος καταφέρνει να συνθέσει ένα ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα, που είναι λόγιο
και αρχαιοπρεπές, βασισμένο στις γλωσσικές θεωρίες του Κοραή με τη γλωσσική
παρέμβαση του ίδιου του Κάλβου.
Επιπλέον, ο εκφραστής του πάθους για την απελευθέρωση του
γένους, χρησιμοποιεί διάφορες έννοιες, που ορίζουν την ποίησή του. Μέσα στις
Ωδές συναντάμε λοιπόν την έννοια της Δικαιοσύνης, της Ελευθερίας, της Αρετής,
της Πατρίδας, το άσβηστο μίσος εναντίον των κατακτητών και όχι μόνο αυτό. Όλα
αυτά συνιστούν την προσωπική κατάσταση του ίδιου του ποιητή. Έπειτα, μέσα από
τις διανοητικές και συνάμα ποιητικές του εξάρσεις, εκφράζεται μία έμψυχη
φιλοσοφία, ενώ το τοπίο που προτιμά είναι αδιαμφισβήτητα η θάλασσα.
Αυτά είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του
Κάλβου, που έχουν ειπωθεί κατά καιρούς από πολλούς μελετητές. Θεωρώ πως
ταιριάζουν καλύτερα ως εισαγωγή αυτής της εργασίας από το να αναφέρω μία εκτενή
βιογραφία του ποιητή, χωρίς να υποβιβάσω την αξία της. Με αυτό τον τρόπο , η μετάβαση στο κυρίως θέμα, όπου θα παρουσιάσω
αφενός την άποψη του Γ. Σεφέρη και αφετέρου την άποψη του Ο. Ελύτη για την
ποιητική του Κάλβου, γίνεται ομαλότερα. Αρχικά θα αναφερθούν οι απόψεις του
Γεωργίου Σεφέρη όπως διατυπώνονται μέσα από τους τρεις τόμους των «Δοκιμών» του
και έπειτα, θα ακολουθήσουν οι απόψεις του Οδυσσέα Ελύτη, με βάση το δοκίμιό
του «Ανοιχτά χαρτιά». Τέλος, στον επίλογο θα συνοψίσω τα βασικά συμπεράσματα,
που προέκυψαν από τα γραπτά των δύο βραβευμένων με Νόμπελ ποιητών.
Ο Γ.ΣΕΦΕΡΗΣ
ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ Α.ΚΑΛΒΟΥ
Ο Σεφέρης, είναι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες
ποιητές της λογοτεχνικής γενιάς του 1930. Γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη και
πέθανε το 1971 στην Αθήνα. Βραβευμένος με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1963 από τη
Σουηδική Ακαδημία, διπλωμάτης, με σπουδές σε Ελλάδα και εξωτερικό, κατάφερε να γίνει
ευρέως γνωστός τόσο με το συγγραφικό του έργο όσο και με τις διπλωματικές του
ικανότητες.[7] Με ένα
λόγο συμβολικό, αφήνοντας υπαινιγμούς και μια ποίηση απαισιόδοξη, μελαγχολική
με ψήγματα αισιοδοξίας, ο Σεφέρης κατάφερε να γίνει ένας από τους
σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα
πεζά που μας άφησε και κυρίως το προσωπικό ημερολόγιό του με τίτλο «Μέρες», το
«Πολιτικό» ημερολόγιό του, οι μεταφράσεις του (Έλιοτ κλπ.), αλλά και το δίτομο
βιβλίο του «Δοκιμές», όπου συμπεριλαμβάνεται το σύνολο του κριτικού του
έργου. Οι δύο τόμοι των «Δοκιμών»
συμπληρώθηκαν από ένα τρίτο τόμο που εκδόθηκε αργότερα, μετά το θάνατο του
ποιητή από τις εκδόσεις Ίκαρος με υπότιτλο «Τα Παραλειπόμενα». Μέσα στις
«Δοκιμές», ο Σεφέρης αναπτύσσει την άποψή του για τον Κάλβο και την ποιητική
του.
Ο Σεφέρης, ξεκινά με τη γλώσσα του ποιητή και αναφέρει
πως είναι ζωντανή και μπορεί να βρει επαρκείς αναγνώστες. Η γλώσσα του λέει
παρακάτω πως είναι ένα «παράξενο μείγμα των κορακίστικων του Λόγιου Ερμή και
της λαλούμενης της εποχής του». [8]
Επιπλέον, υποστηρίζει πως έπρεπε να ξαναδιαβάσει τις «Ωδές», για να μπορέσει να
εκφράσει μία ορθότερη άποψη για το έργο και να ακούσει ορθότερα τη φωνή του
ποιητή. Γενικά, παρατηρεί πως σε αυτό
κρύβεται, η μαγεία του ποιητή, αλλά επίσης και στο ρυθμό των στίχων, στις
μεταβάσεις από τη μία ποιητική ιδέα στην άλλη και στην ταχύτητα εναλλαγής των
εικόνων. Ο ποιητής παρακάτω διαπιστώνει πως στον Κάλβο οι λέξεις είναι φαντάσματα.
Η ποίηση του φαίνεται ανεξάρτητη από τη γλώσσα και πίσω από τις λέξεις κρύβεται
το αίσθημα. «Ο Κάλβος είναι ένα όριο, όπου η γλωσσική αφαίρεση αφήνει σχεδόν
μία άναρθρη φωνή και γραμμές στον ουρανό.», κρίνει ο Σεφέρης.[9]
Ο Σεφέρης, συνεχίζει να κρίνει την ποιητική του Κάλβου,
επικεντρώνοντας τον ενδιαφέρον του στη γλώσσα. Ο Κάλβος δε γράφει στην
καθαρεύουσα, αλλά έχει μία γλώσσα μοναξιάς, μία γλώσσα ακοινώνητη και
αμετάδοτη. Η μοναχική φωνή του ποιητή ξεχωρίζει μέσα από τους στίχους και οι
λέξεις είναι ζωντανές.[10]
Όσον αφορά τη στιχουργική, ο ποιητής πιστεύει ότι ο
στίχος του Κάλβου μένει στο μυαλό ως ένα ανθρώπινο σχήμα που αγωνίζεται και
μέσα από αυτό μπορεί να φανερωθεί η φωνή του ίδιου του Κάλβου.[11]
Στην αρχή η ποίηση του Κάλβου φάνηκε ανυπόφορη στο
Σεφέρη, μιας και πολλές φορές ο Κάλβος εξαφανίζεται στις λέξεις. Είναι ένα
πρόσωπο, που αγωνίζεται ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία.[12]
Τα κύρια πρόσωπα της ποίησής του; Η μητέρα, η ορφάνια, η ερημιά, η απελπισία,
το αίσθημα προβολής και ατιμασμού, το πρόσωπο της παρθένου μαζί με το θέμα της
αρετής, της λευτεριάς, της πατρίδας, το θέμα της μάνας κλπ. Μάλιστα από το θέμα
της μάνας , αποσπά εικόνες που αποκαλύπτουν μία ανεξήγητη παρουσία. Το πρόσωπο
αυτό είναι ολόκληρης της γης και της οικουμένης.[13]
Μέσα από τα πρόσωπα αυτά, μπορούμε να δούμε την ευαισθησία ενός ορμητικού νέου
και συνάμα την ευαισθησία και τον αγώνα του ποιητή. Η στιχομυθία της νύχτας, της μέρας, της γης,
του πελάγους, του θανάτου, του ύπνου κτλ., ο Σεφέρης θεωρεί πως είναι το υψηλό
στοιχείο στις «Ωδές» και οδηγεί τον αναγνώστη στη λύτρωση και στην αριστοτελική
κάθαρση. Ο ποιητής συμπληρώνει πως ο Κάλβος μιλά μόνο όταν πρέπει να πράξει και
αυτό το κάνει μέσα από την ποίησή του, που είναι από μόνη της μία πράξη. Όμως,
η ποιητική του πράξη χάνεται πίσω από την ομιλία. [14]
Μία εξίσου σημαντική παρατήρηση του Σεφέρη είναι και η
εξής. Σε όλες τις στροφές που ο Κάλβος βάζει αποσιωπητικά, οι στίχοι είναι
θλιβεροί και έπειτα ξαφνικά ξεκινούν με έξοχο λόγο. Αυτό δημιουργεί ένα χάσμα
στην στροφή και για το λόγο αυτό ο Σεφέρης υποστηρίζει πως ο Κάλβος ουσιαστικά
δεν έχει αφήσει ένα ολόκληρο ποίημα.[15]
Παρ’ όλα αυτά, οι ελλείψεις αυτές του Κάλβου δεν είναι διακοπές της ποιητικής
μορφής. Ο Σεφέρης σε αυτό το σημείο αναφέρει το σεβασμό του τόσο προς τον Κάλβο, όσο και προς την πατριωτική
του ποίηση.[16]
Και επανερχόμαστε στο θέμα της γλώσσας[17].
Ο Κάλβος είναι δίγλωσσος ποιητής. Η γλωσσική μορφή στις «Ωδές» του, αλλάζει
συνεχώς. Έμαθε καλά ελληνικά σε ηλικία 10 ετών και διέμενε στο εξωτερικό,
μακριά από τη Ζακυνθινή μητέρα του. Τα ελληνικά κατά ένα μεγάλο μέρος τα έμαθε
στη σχολή του Κοραή. Για το λόγο αυτό, η γλώσσα του παρουσιάζει κοραϊσμό. Ο
Κοραής μάλιστα υποστήριζε πως «την μέσην οδόν πρέπει να βαδίσωμεν» και ο Κάλβος
αυτό το ακολουθεί στη γλώσσα του, που αποτελεί ένα μίγμα . Ο Σεφέρης,
υποστηρίζει ότι ο Κοραής έδωσε στον Κάλβο τη θεωρία από την οποία μπορούμε να
αντιληφθούμε τη γλωσσική κατάσταση των ποιημάτων του Κάλβου. [18]
Ο ίδιος ο Κάλβος δηλώνει για τη
στιχουργική του ότι «αποφεύγων το μονότονον των κρητικών επών, μιμείται τα
κινήματα της ψυχής και χαρακτηρίζει τα όσα ή ο νους ή αι του ανθρώπου αισθήσεις
απαντώσιν εις τη φυσική και εις την φανταστήν.». Μπορεί να επηρεάζεται από τον
Κοραή και τη γλωσσική του διδασκαλία, αλλά καταδικάζει τις ομοιοκαταληξίες των
στίχων. Επιπλέον, μπορεί να μην έχει την κριτική συνείδηση του Σολωμού, αλλά
μιλά χωρίς ενδοιασμούς για τους Έλληνες και η γλώσσα του είναι ένα μίγμα της
καθαρεύουσας με τη ζωντανή δημοτική γλώσσα.[19]
Ο Σεφέρης από την άλλη σχολιάζει ότι από το 1826 έως και
το τέλος της ζωής του, ο Κάλβος δε μας παρέδωσε κανένα ποίημα. Η ποίησή του
κατά τον Σεφέρη χαρακτηρίζεται από το στίχο[20]
:
«Επί το μέγα
ερείπιον η Ελευθερία όλορθη»
Ο Κάλβος ίσως να έπαψε να γράφει, γιατί μέσα από τα
ποιήματά του, είχε ήδη πει ό,τι ήθελε να πει. Ίσως να μην υπήρχε κάτι που να
τον οδηγούσε στο φως της ποιητικής δημιουργίας, στο μηδέν της γραφής, όπου
βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τη δημιουργία και τον ίδιο τον εαυτό σου. Τότε που το
χέρι σου καθοδηγεί την καρδιά, τη σκέψη και την ψυχή σου. Και τότε γράφεις.
Γράφεις… δίχως ενδοιασμούς, γιατί ξέρεις ότι αυτό είναι μέρος της ψυχής σου.
Στο δεύτερο τόμο των «Δοκιμών», ο Σεφέρης συνεχίζει την
κριτική του για τις διαλείψεις της ποιητικής του Κάλβου. Θεωρεί πως εξαιτίας
των διαλείψεων χάνεται η ποιητική φωνή .[21]
Στο Κεφάλαιο «Κάλβος 1960», ο Σεφέρης μας μεταφέρει τις σκέψεις που του
προκύπτουν για τον Κάλβο, έχοντας στο μυαλό του ότι στις 19 Μαρτίου το λείψανό
του ποιητή, επρόκειτο να μεταφερθεί στην Αθήνα. Διαβάζοντας ξανά τις «Ωδές», ο
Σεφέρης μας αποκαλύπτει ότι το έργο διακρίνεται από ένα υψηλό τόνο και μία
πνοή, που έρχονται σε αντίθεση με τα χάσματα .[22]
Λίγους μήνες αργότερα συναντάμε το Σεφέρη να ξανακοιτάζει τις «Ωδές» και να
σκέφτεται ότι ίσως η λατινική μετρική να βάρυνε τον Κάλβο περισσότερο, απ’ ό,τι
η ελληνική.
Μέσα λοιπόν από τις δίτομες «Δοκιμές» του Σεφέρη
καταφέραμε να δούμε την αντίληψη του ποιητή για τον Κάλβο και την ποιητική του.
Ας περάσουμε τώρα και στην άποψη του Οδυσσέα Ελύτη, όπως αυτή ξεδιπλώνεται μέσα
από τα «Ανοιχτά » του «Χαρτιά».
Ο Ο.ΕΛΥΤΗΣ
ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ Α. ΚΑΛΒΟΥ
Οδυσσέας Ελύτης, ο δεύτερος βραβευμένος με Νόμπελ
ποιητής. Γνωστός και ως ο Ποιητής του Αιγαίου. Άλλοτε τον χαρακτηρίζουν και ως
τον τελευταίο εθνικό ποιητή, ανήκει και αυτός όπως ο Σεφέρης στη γενιά του
1930. Γεννήθηκε το 1911 στην Κρήτη και πέθανε το 1996 στην Αθήνα. [23]Το
συγγραφικό του έργο είναι αρκετά πλούσιο και περιλαμβάνει ποιητικές συλλογές,
δοκίμια, μεταφράσεις κλπ. Ο Ελύτης, αν και βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας
το 1979, δεν είχε την ίδια τύχη με το Σεφέρη ως προς τη διάδοση της φήμης του
στο εξωτερικό. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η ποίησή του
χαρακτηρίζεται από εικόνες και υπερρεαλιστικά στοιχεία, όπου στη μετάφρασή τους
χάνουν το πραγματικό τους νόημα. Ωστόσο, δε μπορούμε να αμφισβητήσουμε την αξία
της ποιητικής του. Το φως και η αγάπη του για τη θάλασσα διαχέονται στο έργο
του και τον κάνουν να διαφέρει από τους άλλους υπερρεαλιστές (πχ. Εμπειρίκος).
Επιπλέον, μας παρέδωσε σημαντικά δοκίμια, που συγκεντρώνονται στους τόμους
«Ανοιχτά χαρτιά» και «Εν λευκώ». Στα «Ανοιχτά χαρτιά», ο ποιητής έχει
συμπεριλάβει το δοκίμιο «Η αληθινή φυσιογνωμία του Α.Κάλβου», όπου μας
παραθέτει μία κριτική ως προς τον ίδιο τον Κάλβο και την ποιητική του.
Ο Ελύτης, αρχικά αναρωτιέται αν τον γοήτευσε ο τόνος της φωνής
του Κάλβου ή οι ιδέες που εξέφραζε μέσω της ποιητικής του[24].
Ένα μυστήριο καλύπτεται γύρω από την ιδιόρρυθμη τεχνική του Κάλβου, αλλά και
από την έλλειψη της προσωπογραφίας του. Έτσι δείχνει ότι θα υπηρετήσει καλύτερα
τη φιλοπατρία. Ο Κάλβος μάλιστα πίστευε ότι για να επιτύχει η ελληνική
επανάσταση έπρεπε να επιστρατευθούν τα πάντα, ακόμα και η ποιητική δημιουργία. Αυτό
ίσως να είναι ένα από τα στοιχεία που κινούσαν περισσότερο το ενδιαφέρον του
ποιητή για να εξετάσει την κάλβεια ποιητική.
Ο ποιητής σχολιάζει για τον Κάλβο ότι καυχιέται για την
αρχαία δόξα και με τη λύρα του ψάλλει ωδές για τους νέους ήρωες. Ο πόθος της
αρχαιότητας γεννά τις ιδιομορφίες του ύφους του: πινδαρικά επίθετα, ασυναίρετα
της ιόνιας διαλέκτου τονικοί στίχοι, έλλειψη ομοιοκαταληξίας. Ο Ελύτης κρίνει
ότι για να κατανοηθεί το έργο χρειάζεται επαναπαρατήρηση, δίχως τα σχόλια των
μελετητών.[25] Έπειτα,
σκέφτεται ότι ο Κάλβος μπορεί μέσα από την ποίησή του να νοσταλγεί τη χαμένη
ελευθερία αλλά και την πατρίδα του μας και έζησε στα ξένα.
Μητέρα ή φύση. Ζάκυνθος ή ζωή. Οι φωνές των καταπιεσμένων
ενστίκτων του ξεπερνούν την αρετή και δίνουν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Οι
εικόνες αυτές σβήνουν με την ωδή «Βωμός της Πατρίδας», όπου αποτελεί το κύκνειο
άσμα της ποιητικής του Κάλβου.[26] Το νησί του το βλέπει με ματιά αναπόλησης από
τις ιταλικές ακτές και το συνδέει με τη μητέρα του. Έπειτα , το ύφος του Κάλβου
αλλάζει όταν θέλει να στοχεύσει βασιλιάδες και όσους έδειξαν σκληρότητα
απέναντι στο θέμα του αγώνα της Ελλάδας. Τότε μπορούμε να παρατηρήσουμε
αιχμηρές και επιθετικές εκφράσεις.[27]
Η υπερηφάνεια του Κάλβου μαζί με το παράπονο και την πικρία του φαίνονται ως
απολογία στον ίδιο τον εαυτό του.
Ένα χαρακτηριστικό, που εντοπίζει ο Ελύτης στον Κάλβο
είναι το ότι προτιμά να στηρίζεται στις δυνάμεις του και σε περίπτωση που δε
μπορεί προτιμά την ήττα.[28]
Τότε, το ύφος του χρωματίζεται και σπάει η ψυχρότητα. Έτσι ξεσπά, αφήνει την
υπερηφάνεια και ζητά παρηγοριά. Η υπερηφάνεια υποχωρεί και τότε είναι που
έρχονται στην επιφάνεια η συγκίνηση και το αδιάκοπο παράπονο.
Ο Κάλβος κατά τον Ελύτη, πέτυχε μία νέα έκφραση.[29]
Η ποιητική του βρήκε ανταπόκριση στο εξωτερικό και όχι στην Ελλάδα. Ο Ελύτης
ονομάζει τον Κάλβο ποιητή λυρικής τόλμης γιατί προσπαθεί «να χρησιμοποιήσει το
πρωτότυπο επίθετο για την ενάργεια της μεταφοράς», ρυθμίζει το μέτρο των
εικόνων, αλλά και την αισθητική τους και προσπαθεί να βρει ένα ρυθμό ανάλογο με
το γεγονός που αποδίδει στην ποίησή του. Επίσης, ο Ελύτης συμπληρώνει λέγοντας,
ότι ίσως ο Κάλβος να είναι προάγγελος των τρόπων της εποχής του, μάλλον
θέλοντας να δείξει ότι βλέπει ομοιότητες σε εκείνο και τον εαυτό του. Ωστόσο
δεν το θεωρεί πρόδρομο της σύγχρονης ποίησης.
Ως χαρακτηριστικό της Κάλβειας ποίησης θεωρεί το
ασυμβίβαστο της ψυχής, για να δείξει ότι ο Κάλβος δε συμβιβάστηκε με τους
ποιητικούς τρόπους της εποχής του. Ο ποιητής διέθετε δικούς του ρυθμούς, δική
του αντίληψη του κόσμου και δεν έδωσε έμφαση στη γραμματική και το συντακτικό.
Στις Ωδές παρατηρείται ανθρωποποίηση των στοιχείων της
φύσης, η υλοποίηση των άυλων, ο έμψυχος ρόλος των άψυχων, η αμοιβαία μετάθεση
ουσιαστικών και επιθέτων, η λεκτική
ευκινησία, η παράλειψη ενός ακέραιου ελιγμού σκέψης. [30]
Επιπλέον υπάρχει πρωτοτυπία στα επίθετα. Οι λέξεις προχωρούν πέρα από την
κυριολεκτική τους σημασία, ενώ το επίθετο τοποθετείται μετά το ουσιαστικό,
χωρίς να επαναληφθεί το άρθρο.[31]
Όταν επιχειρεί να αφήσει μία έννοια να αναπτυχθεί σε 2, 3 ή 4 στίχους
διατηρείται η λεκτική της ομορφιά και επιτυγχάνεται ο ελεύθερος στίχος,
απαλλαγμένος από κάθε ομοιοκαταληξία.
Ο Ελύτης παρατηρεί ακόμα ότι το λεκτικό του Κάλβου
αναπτύσσεται μέσα από τη φαντασία του .[32],
μίας φαντασίας που υπερέχει της ορθολογικής αποτίμησης της ζωής. Οι συνθέσεις
των εικόνων του καταφέρνουν να παρουσιάσουν με μία λυρικότητα την πλαστικότητα
του κόσμου και αντικαθιστούν εκφράσεις ιδεών, κάτι που άρχισαν να κάνουν και οι
μεταγενέστεροι του Κάλβου. Μέσα από αυτές τις εικόνες φαίνεται και ο ιδεαλιστής
ποιητής. Αυτό το στοιχείο συναρπάζει τον Ελύτη.[33]
Ωστόσο, πολλές φορές δεν καταφέρνει να αποφύγει την καθαρεύουσα.
Επιπλέον, ο Ελύτης χωρίζει τις εικόνες της ποιητικής του
Κάλβου σε 2 κατηγορίες, στις ζωγραφικές, που μπορούν να αποδοθούν από ένα
ζωγράφο και τις λυρικές, που μπορούν να συλληφθούν μόνο από την ποιητική
νοημοσύνη. Οι εικόνες αυτές και των δύο κατηγοριών παρουσιάζουν η καθεμία μία
μεγαλοπρέπεια και μία ανυψωτική τάση προς τον ουρανό[34].
Ο Ελύτης κρίνει ότι η ουσία του λυρισμού οφείλεται στο ότι ο Κάλβος συνδυάζει
από τη μία πλευρά μία αλήθεια διατυπωμένη
σε ύφος αστικού κώδικα και από την άλλη την ίδια περίπου αλήθεια,
ενισχυμένη από τη δύναμη της μεταφοράς. Πολλές φορές μάλιστα ένα γεγονός
παρουσιάζεται με την ακουστική φαντασία του ποιητή. Δηλαδή μέσα από τις εικόνες
μπορεί να διακριθεί η φωνή του ποιητή, αλλά επίσης είναι τόσο ζωντανές που
δίνουν την αίσθηση ακοής τους στο αναγνώστη. Επίσης , ο Κάλβος τοποθετεί τις
εικόνες με τέτοιο τρόπο ώστε να μη χάνεται η αίγλη τους.[35]
Ο ποιητής εδώ καινοτομεί με δύο τρόπους.
Μπορεί να κλείνει το ποίημα με την παράταξη εικόνων, δίχως να μεσολαβήσουν
σκέψεις, που αποδίδονται στιχουργικά. Το σχήμα αυτό ωστόσο το χρησιμοποιεί πολύ
σπάνια. Κατά το δεύτερο τρόπο, αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι
η μετρική του. Απέφευγε να χρησιμοποιήσει τη μετρική των κρητικών επών, που
απέδιδε βαρβαρότητα με τις ομοιοκαταληξίες.[36]
Το μέτρο του είναι κοντά στον ελεύθερο στίχο και καταφέρνει να επαναφέρει τον
αναγνώστη από τις εικόνες και το ρυθμό του ποιήματος στην κεντρική του ιδέα.
Επιπλέον , ο Κάλβος δημιούργησε τη δική του μετρική και
χρησιμοποίησε το δικό του γλωσσικό ιδίωμα, πλήρως αντίθετο με την καθιερωμένη
μετρική και γλώσσα γραφής της εποχή του.[37]
Η γλώσσα του μάλιστα, δεν είναι καθαρά δημοτική. Ο Ελύτης δε συνιστά όμως τη
μεταγραφή των ωδών στην καθαρά δημοτική λόγω της ιδιορρυθμίας της γλώσσας.
Έπειτα, ο Κάλβος δε στάθηκε στους γραμματικούς και τους συντακτικούς τύπους,
αλλά πραγματοποίησε πολλές αυθαιρεσίες, όπως αναλογίζεται ο Ελύτης, αλλά το
ποιητικό αποτέλεσμα είναι αδιαμφισβήτητα μεγάλο.
Ο ποιητής του Αιγαίου, αμέσως μετά περνά στις «αμαρτίες»
του Κάλβου, που τις θεωρεί και μυστικά του ύφους του. [38]
Στο έργο του υπάρχει ένα ποσοστό από λέξεις εντελώς αρχαΐζουσες λέξεις και ένα ποσοστό από εντελώς δημοτικές. Ο
πληθυντικός του θηλυκού αι
μετατρέπεται σε η ακόμα και αν το
ουσιαστικό είναι την καθαρεύουσα. Επίσης , στον ενεστώτα συναντάμε το
διπλασιασμό του μετοχικού παρακειμένου. Ακόμα, χρησιμοποιεί λέξεις που
βρίσκονται σε τύπο που δε χρησιμοποιείται, τα ρήματα βρίσκονται στον ασυναίρετο
τύπο τους , αλλάζει το γένος, τους τόνους, μεταφέρει το σύνδεσμο στο τέλος και
τόσα ακόμα.
Στην τελευταία του ωδή, η ποιητική του Κάλβου, αρχίζει να
αλλοιώνεται με την έννοια ότι το πυκνό λυρικό ύφος εγκαταλείπεται σταδιακά και η έκφραση
φτωχαίνει.[39], ώσπου
στο τέλος σβήνει η ποιητική φωνή.
Ο Κάλβος θεωρείται από τον Ελύτη, ως ο πρώτος νεοέλληνας
ποιητής με συνείδηση θαλασσινή, ακόμα και αν δεν ξέρει αν βίωσε τη νησιωτική
ζωή. Ωστόσο σχολιάζει ότι δέχτηκε την επίδραση του τόπου του και έδωσε στη φύση
κύρια θέση στην ποιητική του. Ακόμα, βλέποντας τον τόπο του σκλαβωμένο, ελπίζει
στην ελευθερία του. Ενώ όμως ξεκινά τους ύμνους του σε «ατμόσφαιρα δροσιάς και
χάρης» καταλήγει σε «εικόνες ερήμωσης». Ο Ελύτης θεωρεί τον Κάλβο προκλασικό ,
λόγω των καινοτομιών του, λόγω της έκφρασής του , που είναι απομακρυσμένη από
την ιδανική ισορρόπηση και τη μορφική τελειότητα. Αλλά η πίστη του δείχνει ότι
αντιλαμβάνεται με θετικό τρόπο τη ζωή. Εντούτοις ο Κάλβος, παρουσιάζει σημάδια
μορφικής μέριμνας και ειδικά στην αρχή των ποιημάτων με μία έντονη εικόνα και
άλλες φορές με επιγραμματικές εκφράσεις.[40]
Ωστόσο το μυστικό της επιτυχίας του δεν είναι όσα
αναφέραμε. Όπως τονίζει ο Ελύτης πρέπει να εξετάσουμε την ποιητική του με
μεγαλύτερη προσοχή και τότε θα δούμε καθαρά όλα τα στοιχείο που συνθέτουν το
μεγαλείο της ποιητικής του Κάλβου. Ο ποιητής επαναλαμβάνει μία λέξη, της οποίας
τον τόνο θέλει να ανεβάσει, αποδίδοντας με στερεότητα την ποιητική φράση.
Επιπλέον, η επιτυχία οφείλεται στον τόνο της φωνής του, στο χαρακτηριστικό
σχήμα καθώς-ούτως, που είναι βασικό στοιχείο του ύφους του, στο κλασικό σχήμα της
ποιητικής παρομοίωσης, με σκοπό την ταύτιση κάποιων στοιχείων του κόσμου με μία
αντιπροσωπευτική εικόνα της πραγματικότητας του πνεύματος. Άλλα στοιχεία είναι
το σχήμα καθώς- ούτως, που απαντά έχοντας τη μορφή του ως-ομοίως και του
τοιούτως – ότε , η επιφωνηματική αποστροφή και τα χαιρετιστήρια, η χρήση των
λέξεων ας, που έχει «αφεστικό» ή εξορκιστικό τόνο, το ιδού που συμμετέχει με το δεικτικό να, σε
περιπτώσεις που ο ποιητής θέλει να αποδώσει παραινετικό χαρακτήρα στο ύφος του.
Το αν και το εάν βοηθούν το ρυθμό της ανάπτυξης, το όμως δίνει έμφαση και απομακρύνει
τη μονοτονία, τα ερωτηματικά πού και ποιος, προσδίδουν ρητορικότητα στο ύφος αλλά και δραματικότητα
στη στιγμή. Η ιδιορρυθμία του Κάλβου, λοιπόν, δε βρίσκεται μόνο στις εικόνες
και στο γλωσσικό του ιδίωμα, αλλά σε όλα τα παραπάνω . Αυτό που παρατηρεί ο
Ελύτης πάντα είναι ένας θλιμμένος τόνος στη φωνή του Κάλβου. [41]
Τέλος ο Ελύτης, δηλώνει θαυμαστής αυτής της φωνής, που
μέσα από τη λυρικότητά της εμφανίζεται η
αέναη φωνή της ποιητικής δημιουργίας.
Ο Κάλβος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές, που
είχε ποτέ η Ελλάδα. Η ποιητική αξία του έργου του, είναι χωρίς αμφιβολία
ιδιαίτερα σημαντική, γιατί εναντιώνεται στα ρεύματα της εποχής του και
καταφέρνει δύο περίπου αιώνες μετά να μας παρασύρει. Να μας παρασύρει σε ένα
τόπο υπερπραγματικό, όπου οι ανθρώπινες αξίες και τα ιδανικά δεν έχουν
ξεθωριάσει ακόμα σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή.
Ο Ελύτης πιστεύει στην ποιητική του Κάλβου, γιατί μέσα
από αυτή μπορεί να δει στοιχεία της δικής του ποιητικής. Από την άλλη, ο
Σεφέρης ως πιο συντηρητικός ενοχλείται από το ύφος και την ποιητική φωνή του
Κάλβου. Ωστόσο και οι δύο ποιητές, σέβονται την αξία της κάλβειας δημιουργίας,
αλλά ο καθένας με το δικό του τρόπο.
Τέλος, το μόνο αρνητικό που μπορώ να εντοπίσω είναι το
ότι οι δύο ποιητές μπόρεσαν να κρίνουν μόνο αυτό το έργο του Κάλβου, που το
έγραψε στα χρόνια της νεότητάς του. Δυστυχώς, ο ποιητής δε μας άφησε άλλα
γραπτά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν είχε γράψει κάποια ποιήματα , αργότερα ενώ
βρισκόταν σε μεγαλύτερη ηλικία, θα μας απασχολούσε ακόμα περισσότερο.
[4] Καραντώνης , «Φαναριώτικη και
Επτανησιακή Σχολή», σελ.88-89
[5] Καραντώνης , «Φαναριώτικη και Επτανησιακή Σχολή», σελ.90
[6] Καραντώνης , «Φαναριώτικη και Επτανησιακή Σχολή», σελ91-95
[7]http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%A3%CE%B5%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82
[8] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ 59-63
[9] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ 63
[10] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ 75
[11] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ 179
[12] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ 190-192
[13] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ 193
[14] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ196
[15] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ 200
[16] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ 201
[17] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ 203
[18] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ 205
[19] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ 206
[20] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Α’, σελ 209
[21] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Β’, σελ. 170-171
[22] Γ.Σεφέρης, «Δοκιμές», τόμος Β’
[23] http://odysseaselytes.webs.com/biography.htm
[24] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 49-50
[25] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 51
[26] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 54-55
[27] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 57-59
[28] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ.60-61
[29] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 66-67
[30] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 70-72
[31] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 70-72
[32] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 73
[33] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 74
[34] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 75-76
[35] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 78-79
[36] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 80-81
[37] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 82
[38] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 83-84
[39] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ86-87
[40] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ 89
[41] Ο.Ελύτης, «Ανοιχτά χαρτιά», σελ90-93