Από την Ουρανία Παπαδοπούλου
Πύργος Κωνσταντινούπολης
Ο Πύργος ήταν ένας μικρός οικισμός χτισμένος 15 χιλιόμετρα ΒΑ της Κωνσταντινούπολης. Η ιστορία του οικισμού αυτού ξεκινά από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ίσως πριν από τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Κάποιος από τους αυτοκράτορες ήρθε σε σύγκρουση με τη μητέρα του, η οποία του δημιουργούσε προβλήματα στα σχέδιά του . Έτσι λοιπόν έχτισε ένα πύργο έξω από την πόλη και την εξόρισε εκεί μέχρι το θάνατό της. Το υπηρετικό προσωπικό και κάποιοι αγρότες δημιούργησαν ένα μικρό οικισμό που διατηρήθηκε μέσα στο πέρασμα των αιώνων και έφτασε μέχρι τις ταραγμένες ημέρες της δεκαετίας του 1920.
Το Κεμέρ Μπουργκάζ , όπως μας φανερώνει και το όνομά του (Πύργος της Καμάρας) έχει άμεση σχέση με την αφετηρία του Παλαιού Βυζαντινού Υδραγωγείου, που υδροδοτούσε την Κωνσταντινούπολη , συγκεντρώνοντας τα νερά από το επιβλητικό δάσος του Βελιγραδίου που το περιέβαλε. Εκεί κατά την εποχή του Βυζαντίου αλλά και αργότερα επί Τουρκοκρατίας, οι γαλαζοαίματοι και οι πάσης φύσεως κοινωνικά επιφανείς , κατέφευγαν για να ηρεμήσουν ή για να ασχοληθούν με το κυνήγι.
Σε αυτό τον πανέμορφο τόπο, ζούσαν ο Σπύρος και η Ζωή με τα τέσσερα παιδιά τους, την Ευανθία, την Πηνελόπη, το Δημήτρη και τη Βάγια.
Ο Σπύρος ήταν μαραγκός και διέθετε δύο σπίτια στο χωριό. Το ένα ήταν στο κέντρο περίπου του χωριού, ενώ το άλλο κοντά στο δάσος. Εκεί είχε και το εργαστήριό του. Περίπου δέκα με δεκαπέντε Τούρκοι ήταν στη δούλεψή του.
Πολλές Κυριακές, έπαιρνε την οικογένειά του και πήγαιναν στην Εκκλησία στο Φανάρι. Μετά το τέλος της λειτουργίας ο Πατριάρχης συνήθιζε να κερνά καφέ και να συζητά με το Σπύρο για δουλειές . Η Βάγια, που ήταν το διαβολάκι της οικογένειας, ξέφευγε από τη μητέρα της , έτρεχε κατευθείαν στον πατέρα της και πήγαινε και καθόταν στην αγκαλιά του Πατριάρχη. Της φαινόταν ότι έκανε κάτι σημαντικό και όσο και αν τη μάλωναν οι γονείς της , κάθε φορά γινόταν το ίδιο. Και ο Πατριάρχης στη συνέχεια μάλωνε το Σπύρο, γιατί αυτό που έκανε η μικρή δεν ήταν έλλειψη σεβασμού, αλλά απόδειξη αγάπης.
Τα χρόνια περνούσαν. Σιγά σιγά τα παιδιά μεγάλωσαν. Οι δύο μεγάλες κόρες παντρεύτηκαν και ο Δημήτρης ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του.
Εκείνο το διάστημα , έξω από τον Πύργο , δημιουργήθηκε στρατόπεδο φιλοξενίας και πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από τη Ρωσία , βρήκαν καταφύγιο. Το στρατόπεδο αυτό δημιουργήθηκε από το Σωκράτη Κουγιουμτζόγλου , του οποίου η γνωριμία με τους παλατιανούς και η φιλία του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη σωτηρία των Πυργιωτών από τους Τούρκους. Γιατί όποια αντιπαράθεση υπήρχε μεταξύ των δύο κρατών, αυτοί που πλήρωσαν με τη ζωή τους ήταν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας.
Ο Χρήστος , ο δεύτερος γαμπρός του Σπύρου , είχε χάσει ολόκληρη την οικογένειά του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο . Οι Τούρκοι τους είχαν σφάξει όλους. Γι’αυτό, όταν γεννήθηκε το πρώτο του παιδί, το βάφτισε Δέσποινα, σαν τη μικρή του αδερφή, που την είχαν σφάξει οι Τούρκοι.
Η συντριβή της ελληνικής προσπάθειας στη Σμύρνη, τον Αύγουστο του 1922, η συνθήκη της Λοζάνης και στη συνέχεια η Ελληνοτουρκική Συμφωνία για ανταλλαγή πληθυσμών, έφεραν τους Έλληνες που ζούσαν εκεί, αντιμέτωπους με νέα προβλήματα.
Η Σμύρνη κάηκε. Οι Έλληνες σφάχτηκαν . Άλλοι πνίγηκαν στην προσπάθειά τους , να μπουν στα καράβια για να σωθούν. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, έγινε έρμαιο στα χέρια των Τούρκων και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Ποιος είναι αυτός που μπορεί να νιώσει το δράμα, την απελπισία αυτών των ανθρώπων; Ποιος είναι αυτός που μπορεί να περιγράψει όλα τα συναισθήματα αυτών των ανθρώπων; Τα σπίτια τους καταστράφηκαν. Τα μαγαζιά τους λεηλατήθηκαν. Οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν από το τουρκικό κράτος. Οι οικογένειές τους διαλύθηκαν, γιατί οι Τούρκου χώρισαν τους άντρες από τις γυναίκες και τα παιδιά. Ο πόνος για τη χαμένη πατρίδα, η απελπισία για τους ανθρώπους που δε γνώριζαν αν ζουν, οι λεηλασίες, οι βιασμοί και η απανθρωπιά σε κυριαρχούσαν σε όλο τους το μεγαλείο, και κυρίως το συναίσθημα ότι πρέπει να σωθούν οι ίδιοι κα προπάντων τα παιδιά τους. Ο ουρανός είχε γίνει μαύρος από τις φωτιές που έβαζαν οι Τούρκοι. Μαύρες και οι ψυχές των ανθρώπων.
Αλλά και οι Έλληνες της Πόλης είχαν προβλήματα. Οι Τούρκοι μάζεψαν τους άνδρες και τους έστειλαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και αλλού έστειλαν τις γυναίκες. Ο γιος του Σπύρου, ο Δημήτρης ήταν τότε 20 ετών . Από τις κακουχίες παθαίνει πνευμονία και πεθαίνει στην αγκαλιά του πατέρα του . Τότε , ο Σπύρος έπεσε σε μελαγχολία. Έχασε το μοναχογιό του, έχασε την οικογένειά του. Δεν ήθελε τίποτε πλέον από τη ζωή του.
Με τις ενέργειες του Σωκράτη Κουγουμτζόγλου, οι Πυργιώτες καταφέρνουν να ακολουθήσουν το προσφυγικό κύμα. Έτσι, οι γυναίκες και τα παιδιά ανταμώνουν πάλι με τους άντρες.
Ο Σπύρος, βρίσκει την οικογένειά του, αλλά δεν αντέχει άλλο. Ο θάνατος του γιου του και οι κακουχίες, τον έχουν καταβάλει. Έτσι, όταν ανταμώνει με την οικογένειά του και βλέπει ότι όλοι είναι καλά και θα φύγουν για την Ελλάδα, δεν αντέχει άλλο και πεθαίνει. Η Ζωή, μένοντας πια μόνη με τη μικρή της κόρη, την Βάγια, σφίγγοντας την καρδιά της, παίρνει και αυτή το δρόμο της προσφυγιάς. Έχει βέβαια και τις άλλες δυο κόρες της, τους γαμπρούς της και τα εγγόνια της. Όμως τίποτα δεν αναπληρώνει το χαμό των δύο ανδρών της οικογένειάς της.
Μετά από πολλές περιπλανήσεις, οι Πυργιώτες φτάνουν στον Πειραιά και μένουν σχεδόν απροστάτευτοι από τις κρατικές υπηρεσίες , που αποδεικνύονται λίγες και τελείως ανοργάνωτες για να λύσουν τα προβλήματά τους.
Ο Κουγιουμτζόγλου, προβλέποντας τις εξελίξεις, καταφέρνει χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του, να αποσπάσει την άδεια της κυβέρνησης και να οδηγήσει τους 1000 περίπου Πυργιώτες ,που επιβίωσαν , σε άλλο λιμάνι εκτός του Πειραιά. Το λιμάνι που επιλέγεται είναι αυτό της Αιδηψού.
Εκεί ξεκινά άλλος Γολγοθάς για τους Έλληνες. Ενώ είχε δοθεί εντολή σε ξενοδοχεία τις Αιδηψού να υποδεχθούν και να διαθέσουν τα δωμάτιά τους για κάποιο χρονικό διάστημα στους πρόσφυγες, μέχρι να βρεθεί ο τόπος που θα μείνουν οριστικά, εκείνοι προφασίστηκαν ότι ανακαίνιζαν τα ξενοδοχεία τους. Για να το επιβεβαιώσουν, αφαίρεσαν τα κεραμίδια από τις σκεπές τους.
Οι Πυργιώτες έχουν νέες ταλαιπωρίες και αυτή τη φορά είναι από τη μάνα Ελλάδα και τα αδέρφια τους. Είναι η επιστροφή του ξενιτεμένου παιδιού , που η επιστροφή του αντί για χαρά έχει έχθρα!
Λίγοι, βρίσκουν στέγη. Οι άλλοι κατασκηνώνουν στην ύπαιθρο και βρίσκονται αντιμέτωποι με τις καιρικές συνθήκες και τις αρρώστιες. Από τους τυχερούς που βρήκαν στέγη ήταν η Ζωή και τα παιδιά της , και αυτό γιατί η κόρη της , η Πηνελόπη ήταν ετοιμόγεννη.
Λίγο καιρό μετά, γεννήθηκε ο πρώτος γιος της Πηνελόπης. Ήταν τόσο μικροσκοπικός που όλοι της έλεγαν : << Τι τον θες αυτόν; Άσ’τον δε θα ζήσει!>> . Εκείνη όμως δεν άκουγε κανένα. Έτσι λίγες ημέρες μετά τη γέννησή του, τον βάφτισαν. Τον ονόμασαν Δημήτρη, όπως λεγόταν και ο αδικοχαμένος αδερφός της.
Μετά από πολλές ενέργειες, τους δίνεται ως τόπος μόνιμης διαμονής τους, ένα κομμάτι από το τεράστιο κτήμα Μιμόντ. Τα κομμάτι αυτό βρισκόταν μεταξύ Νησιώτισσας και του φοβερού έλους των Ωρεών. Έτσι αρχίζει η υπεράνθρωπη προσπάθεια να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την επιβίωσή τους. Η ανοργάνωτη κρατική μηχανή καταφέρνει στην πρώτη φάση διανομής της γης στους νέους κατοίκους, να βγάλει τους πρόσφυγες παράνομους και καταπατητές ξένων περιουσιών. Πολλοί Πυργιώτες συλλαμβάνονται και φυλακίζονται. Μαζί με αυτούς και ο Κουγιουμτζόγλου. Η είδηση αυτή γίνεται πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες εκείνης της εποχής. Μέσα σε λίγες μέρες όμως καταφέρνουν να πετύχουν εκχώρηση του κτήματος από την απόγονο του Μιμόντ στους πρόσφυγες αντί ενός συμβολικού ποσού.
Στα μέσα του 1926, γίνονται επίσημα ιδιοκτήτες και αρχίζει το θαύμα της μεταμόρφωσης αυτού του τόπου. Οι πρόσφυγες, αρχίζουν έργα επιχωμάτωσης και διάνοιξης καναλιών προς τη θάλασσα, αποξηραίνουν το έλος και το μετατρέπουν σε καλλιεργήσιμη γη. Οι κάτοικοι των γύρω περιοχών μένουν έκπληκτοι. Αυτοί που έβριζαν και τους έλεγαν Τουρκόσπορους και τις γυναίκες <<παστρικές>> γιατί φορούσαν τα μεταξωτά ρούχα και ήταν καθαρές και έπλεναν τα παιδιά τους, έγιναν ευεργέτες τους και τους απάλλαξαν από το βαλτότοπο , που έκανε πολλούς να πεθαίνουν από ελονοσία και άλλες αρρώστιες. Αλλά και πολλοί Πυργιώτες πέθαιναν χωρίς να ξέρουν το γιατί. Ανακάλυψαν όμως ότι το πρόβλημα ήταν στο νερό. Σύντομα έλυσαν και αυτό το πρόβλημα. Έτσι έχτισαν τα σπίτια τους , το σχολείο τους και την εκκλησία τους και έκαναν το χωριό τους ένα από τα ωραιότερα χωριά τις Βόρειας Εύβοιας.
Τα χρόνια πέρασαν . Ο Δημήτρης , σε ηλικία 18 χρονών, έγινε το στήριγμα της οικογένειάς του, μιας και ο πατέρας του πέθανε νέος, μόλις 45 χρονών, και έπρεπε να βοηθήσει τη μάνα και τα αδέρφια του .
Μετά από χρόνια , ο Δημήτρης ήρθε στην Αθήνα και σύντομα παντρεύτηκε . Σαν τόπο κατοικίας του επέλεξε την Καισαριανή, ένα τόπο που είχε δημιουργηθεί από πρόσφυγες, όπως και το χωριό του. Έγινε ένα με τον καινούριο τόπο του. Όταν τα σπίτια ήταν ακόμη χαμηλά και δεν είχαν χτιστεί πολυκατοικίες, τις ζεστές βραδιές του καλοκαιριού, καθόταν όλη η γειτονιά μαζί και ο καθένας έλεγε τη δική του ιστορία και όλοι μαζί θυμούνταν την πατρίδα τους. Και το συναίσθημα που πλανιόταν ήταν η μελαγχολία και η νοσταλγία. Νοσταλγία για τη χαμένη τους πατρίδα, για όσα έζησαν και για όσα δεν πρόκειται να ζήσουν σε αυτή.
Μέσα από φοβερές αντιξοότητες οι πρόσφυγες όχι μόνα επιβίωσαν και συγχωνεύτηκαν με τις τοπικές κοινωνίες, αλλά επέβαλαν και τον πολιτισμό του. Όλοι όμως ζούσαν με τη νοσταλγία του τόπου από τον οποίο ξεριζώθηκαν ακουσίως και στον οποίο άφησαν αιώνια παρακαταθήκη το λαμπρό παρελθόν και τις μνήμες τους.
Οι περισσότεροι δεν κατάφεραν να επισκεφτούν για τελευταία φορά τα σπίτια που γεννήθηκαν, τις γειτονιές που μεγάλωσαν, τους ναούς που προσευχήθηκαν και τα σχολεία που σπούδασαν.
Οι απόγονοί τους όμως , κληρονόμησαν το μεράκι και τον καημό της <<επιστροφής>> των άτυχων προγόνων τους.
Ίσως , εμείς να είμαστε πιο τυχεροί από αυτούς. Γεννηθήκαμε σε μία εποχή που τα σύνορα σιγά σιγά παύουν να χωρίζουν τους ανθρώπους και έχουμε πλέον την ευκαιρία να εκπληρώσουμε το <<τάμα>> και να περπατήσουμε στο χώμα των προγονικών μας πατρίδων.
Οι πρόγονοι του Δημήτρη, εκδιώχθηκαν από την Τουρκία με το στίγμα του <<Έλληνα>> και έφτασαν στην Ελλάδα με τη στάμπα του <<Τούρκου>>. Οι ιστορίες τους είναι οδυνηρές. Η κορύφωση όμως του ανθρώπου είναι η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ. Οι πατρίδες χάνονται μόνο σε επίπεδο περιουσιακών στοιχείων και ιδιοκτησιών. Με κανένα τρόπο δε χάνεται η πολιτιστική ταυτότητα και η έννοια <<πατρίδα>> είναι ο πολιτισμός. Έτσι αυτές είναι ζωντανές και λαμπρές και ένδοξες πατρίδες.
Σήμερα οι Τούρκοι, προσπαθούν να συντηρήσουν τα ελληνικά μνημεία και ανεξάρτητα αν οι λόγοι είναι τουριστικοί, συμβάλλουν στην προβολή της πολιτιστικής ταυτότητας των παντοτινών πατρίδων μας. Ίσως να φθάνει η εποχή που το <<πάλι με χρόνια και καιρούς δικά μας θα ‘ναι>> θα γίνει πραγματικότητα, με ένα τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που μαθαίναμε κάποτε στα σχολεία. Με ένα τρόπο απόλυτα ειρηνικό και θεάρεστο.
Ο Δημήτρης ήταν παππούς μου. Πέθανε πριν από 13 χρόνια. Όμως πάντα θα θυμάμαι τα μελαγχολικά του μάτια, όταν μου έλεγε τις ιστορίες του, δυτικά της λύπης, για τη χαμένη του πατρίδα. Δυτικά μίας λύπης που χάραξε την καρδιά των ανθρώπων με την πιο πικρή λέξη και την πιο άσχημη μορφή που υπάρχει: τον πόλεμο τη φτώχεια, την πείνα , το θάνατο, μα πάνω από όλα τον ξεριζωμό.
Ο Πύργος ήταν ένας μικρός οικισμός χτισμένος 15 χιλιόμετρα ΒΑ της Κωνσταντινούπολης. Η ιστορία του οικισμού αυτού ξεκινά από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ίσως πριν από τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Κάποιος από τους αυτοκράτορες ήρθε σε σύγκρουση με τη μητέρα του, η οποία του δημιουργούσε προβλήματα στα σχέδιά του . Έτσι λοιπόν έχτισε ένα πύργο έξω από την πόλη και την εξόρισε εκεί μέχρι το θάνατό της. Το υπηρετικό προσωπικό και κάποιοι αγρότες δημιούργησαν ένα μικρό οικισμό που διατηρήθηκε μέσα στο πέρασμα των αιώνων και έφτασε μέχρι τις ταραγμένες ημέρες της δεκαετίας του 1920.
Το Κεμέρ Μπουργκάζ , όπως μας φανερώνει και το όνομά του (Πύργος της Καμάρας) έχει άμεση σχέση με την αφετηρία του Παλαιού Βυζαντινού Υδραγωγείου, που υδροδοτούσε την Κωνσταντινούπολη , συγκεντρώνοντας τα νερά από το επιβλητικό δάσος του Βελιγραδίου που το περιέβαλε. Εκεί κατά την εποχή του Βυζαντίου αλλά και αργότερα επί Τουρκοκρατίας, οι γαλαζοαίματοι και οι πάσης φύσεως κοινωνικά επιφανείς , κατέφευγαν για να ηρεμήσουν ή για να ασχοληθούν με το κυνήγι.
Σε αυτό τον πανέμορφο τόπο, ζούσαν ο Σπύρος και η Ζωή με τα τέσσερα παιδιά τους, την Ευανθία, την Πηνελόπη, το Δημήτρη και τη Βάγια.
Ο Σπύρος ήταν μαραγκός και διέθετε δύο σπίτια στο χωριό. Το ένα ήταν στο κέντρο περίπου του χωριού, ενώ το άλλο κοντά στο δάσος. Εκεί είχε και το εργαστήριό του. Περίπου δέκα με δεκαπέντε Τούρκοι ήταν στη δούλεψή του.
Πολλές Κυριακές, έπαιρνε την οικογένειά του και πήγαιναν στην Εκκλησία στο Φανάρι. Μετά το τέλος της λειτουργίας ο Πατριάρχης συνήθιζε να κερνά καφέ και να συζητά με το Σπύρο για δουλειές . Η Βάγια, που ήταν το διαβολάκι της οικογένειας, ξέφευγε από τη μητέρα της , έτρεχε κατευθείαν στον πατέρα της και πήγαινε και καθόταν στην αγκαλιά του Πατριάρχη. Της φαινόταν ότι έκανε κάτι σημαντικό και όσο και αν τη μάλωναν οι γονείς της , κάθε φορά γινόταν το ίδιο. Και ο Πατριάρχης στη συνέχεια μάλωνε το Σπύρο, γιατί αυτό που έκανε η μικρή δεν ήταν έλλειψη σεβασμού, αλλά απόδειξη αγάπης.
Τα χρόνια περνούσαν. Σιγά σιγά τα παιδιά μεγάλωσαν. Οι δύο μεγάλες κόρες παντρεύτηκαν και ο Δημήτρης ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του.
Εκείνο το διάστημα , έξω από τον Πύργο , δημιουργήθηκε στρατόπεδο φιλοξενίας και πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από τη Ρωσία , βρήκαν καταφύγιο. Το στρατόπεδο αυτό δημιουργήθηκε από το Σωκράτη Κουγιουμτζόγλου , του οποίου η γνωριμία με τους παλατιανούς και η φιλία του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη σωτηρία των Πυργιωτών από τους Τούρκους. Γιατί όποια αντιπαράθεση υπήρχε μεταξύ των δύο κρατών, αυτοί που πλήρωσαν με τη ζωή τους ήταν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας.
Ο Χρήστος , ο δεύτερος γαμπρός του Σπύρου , είχε χάσει ολόκληρη την οικογένειά του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο . Οι Τούρκοι τους είχαν σφάξει όλους. Γι’αυτό, όταν γεννήθηκε το πρώτο του παιδί, το βάφτισε Δέσποινα, σαν τη μικρή του αδερφή, που την είχαν σφάξει οι Τούρκοι.
Η συντριβή της ελληνικής προσπάθειας στη Σμύρνη, τον Αύγουστο του 1922, η συνθήκη της Λοζάνης και στη συνέχεια η Ελληνοτουρκική Συμφωνία για ανταλλαγή πληθυσμών, έφεραν τους Έλληνες που ζούσαν εκεί, αντιμέτωπους με νέα προβλήματα.
Η Σμύρνη κάηκε. Οι Έλληνες σφάχτηκαν . Άλλοι πνίγηκαν στην προσπάθειά τους , να μπουν στα καράβια για να σωθούν. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, έγινε έρμαιο στα χέρια των Τούρκων και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Ποιος είναι αυτός που μπορεί να νιώσει το δράμα, την απελπισία αυτών των ανθρώπων; Ποιος είναι αυτός που μπορεί να περιγράψει όλα τα συναισθήματα αυτών των ανθρώπων; Τα σπίτια τους καταστράφηκαν. Τα μαγαζιά τους λεηλατήθηκαν. Οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν από το τουρκικό κράτος. Οι οικογένειές τους διαλύθηκαν, γιατί οι Τούρκου χώρισαν τους άντρες από τις γυναίκες και τα παιδιά. Ο πόνος για τη χαμένη πατρίδα, η απελπισία για τους ανθρώπους που δε γνώριζαν αν ζουν, οι λεηλασίες, οι βιασμοί και η απανθρωπιά σε κυριαρχούσαν σε όλο τους το μεγαλείο, και κυρίως το συναίσθημα ότι πρέπει να σωθούν οι ίδιοι κα προπάντων τα παιδιά τους. Ο ουρανός είχε γίνει μαύρος από τις φωτιές που έβαζαν οι Τούρκοι. Μαύρες και οι ψυχές των ανθρώπων.
Αλλά και οι Έλληνες της Πόλης είχαν προβλήματα. Οι Τούρκοι μάζεψαν τους άνδρες και τους έστειλαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και αλλού έστειλαν τις γυναίκες. Ο γιος του Σπύρου, ο Δημήτρης ήταν τότε 20 ετών . Από τις κακουχίες παθαίνει πνευμονία και πεθαίνει στην αγκαλιά του πατέρα του . Τότε , ο Σπύρος έπεσε σε μελαγχολία. Έχασε το μοναχογιό του, έχασε την οικογένειά του. Δεν ήθελε τίποτε πλέον από τη ζωή του.
Με τις ενέργειες του Σωκράτη Κουγουμτζόγλου, οι Πυργιώτες καταφέρνουν να ακολουθήσουν το προσφυγικό κύμα. Έτσι, οι γυναίκες και τα παιδιά ανταμώνουν πάλι με τους άντρες.
Ο Σπύρος, βρίσκει την οικογένειά του, αλλά δεν αντέχει άλλο. Ο θάνατος του γιου του και οι κακουχίες, τον έχουν καταβάλει. Έτσι, όταν ανταμώνει με την οικογένειά του και βλέπει ότι όλοι είναι καλά και θα φύγουν για την Ελλάδα, δεν αντέχει άλλο και πεθαίνει. Η Ζωή, μένοντας πια μόνη με τη μικρή της κόρη, την Βάγια, σφίγγοντας την καρδιά της, παίρνει και αυτή το δρόμο της προσφυγιάς. Έχει βέβαια και τις άλλες δυο κόρες της, τους γαμπρούς της και τα εγγόνια της. Όμως τίποτα δεν αναπληρώνει το χαμό των δύο ανδρών της οικογένειάς της.
Μετά από πολλές περιπλανήσεις, οι Πυργιώτες φτάνουν στον Πειραιά και μένουν σχεδόν απροστάτευτοι από τις κρατικές υπηρεσίες , που αποδεικνύονται λίγες και τελείως ανοργάνωτες για να λύσουν τα προβλήματά τους.
Ο Κουγιουμτζόγλου, προβλέποντας τις εξελίξεις, καταφέρνει χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του, να αποσπάσει την άδεια της κυβέρνησης και να οδηγήσει τους 1000 περίπου Πυργιώτες ,που επιβίωσαν , σε άλλο λιμάνι εκτός του Πειραιά. Το λιμάνι που επιλέγεται είναι αυτό της Αιδηψού.
Εκεί ξεκινά άλλος Γολγοθάς για τους Έλληνες. Ενώ είχε δοθεί εντολή σε ξενοδοχεία τις Αιδηψού να υποδεχθούν και να διαθέσουν τα δωμάτιά τους για κάποιο χρονικό διάστημα στους πρόσφυγες, μέχρι να βρεθεί ο τόπος που θα μείνουν οριστικά, εκείνοι προφασίστηκαν ότι ανακαίνιζαν τα ξενοδοχεία τους. Για να το επιβεβαιώσουν, αφαίρεσαν τα κεραμίδια από τις σκεπές τους.
Οι Πυργιώτες έχουν νέες ταλαιπωρίες και αυτή τη φορά είναι από τη μάνα Ελλάδα και τα αδέρφια τους. Είναι η επιστροφή του ξενιτεμένου παιδιού , που η επιστροφή του αντί για χαρά έχει έχθρα!
Λίγοι, βρίσκουν στέγη. Οι άλλοι κατασκηνώνουν στην ύπαιθρο και βρίσκονται αντιμέτωποι με τις καιρικές συνθήκες και τις αρρώστιες. Από τους τυχερούς που βρήκαν στέγη ήταν η Ζωή και τα παιδιά της , και αυτό γιατί η κόρη της , η Πηνελόπη ήταν ετοιμόγεννη.
Λίγο καιρό μετά, γεννήθηκε ο πρώτος γιος της Πηνελόπης. Ήταν τόσο μικροσκοπικός που όλοι της έλεγαν : << Τι τον θες αυτόν; Άσ’τον δε θα ζήσει!>> . Εκείνη όμως δεν άκουγε κανένα. Έτσι λίγες ημέρες μετά τη γέννησή του, τον βάφτισαν. Τον ονόμασαν Δημήτρη, όπως λεγόταν και ο αδικοχαμένος αδερφός της.
Μετά από πολλές ενέργειες, τους δίνεται ως τόπος μόνιμης διαμονής τους, ένα κομμάτι από το τεράστιο κτήμα Μιμόντ. Τα κομμάτι αυτό βρισκόταν μεταξύ Νησιώτισσας και του φοβερού έλους των Ωρεών. Έτσι αρχίζει η υπεράνθρωπη προσπάθεια να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την επιβίωσή τους. Η ανοργάνωτη κρατική μηχανή καταφέρνει στην πρώτη φάση διανομής της γης στους νέους κατοίκους, να βγάλει τους πρόσφυγες παράνομους και καταπατητές ξένων περιουσιών. Πολλοί Πυργιώτες συλλαμβάνονται και φυλακίζονται. Μαζί με αυτούς και ο Κουγιουμτζόγλου. Η είδηση αυτή γίνεται πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες εκείνης της εποχής. Μέσα σε λίγες μέρες όμως καταφέρνουν να πετύχουν εκχώρηση του κτήματος από την απόγονο του Μιμόντ στους πρόσφυγες αντί ενός συμβολικού ποσού.
Στα μέσα του 1926, γίνονται επίσημα ιδιοκτήτες και αρχίζει το θαύμα της μεταμόρφωσης αυτού του τόπου. Οι πρόσφυγες, αρχίζουν έργα επιχωμάτωσης και διάνοιξης καναλιών προς τη θάλασσα, αποξηραίνουν το έλος και το μετατρέπουν σε καλλιεργήσιμη γη. Οι κάτοικοι των γύρω περιοχών μένουν έκπληκτοι. Αυτοί που έβριζαν και τους έλεγαν Τουρκόσπορους και τις γυναίκες <<παστρικές>> γιατί φορούσαν τα μεταξωτά ρούχα και ήταν καθαρές και έπλεναν τα παιδιά τους, έγιναν ευεργέτες τους και τους απάλλαξαν από το βαλτότοπο , που έκανε πολλούς να πεθαίνουν από ελονοσία και άλλες αρρώστιες. Αλλά και πολλοί Πυργιώτες πέθαιναν χωρίς να ξέρουν το γιατί. Ανακάλυψαν όμως ότι το πρόβλημα ήταν στο νερό. Σύντομα έλυσαν και αυτό το πρόβλημα. Έτσι έχτισαν τα σπίτια τους , το σχολείο τους και την εκκλησία τους και έκαναν το χωριό τους ένα από τα ωραιότερα χωριά τις Βόρειας Εύβοιας.
Τα χρόνια πέρασαν . Ο Δημήτρης , σε ηλικία 18 χρονών, έγινε το στήριγμα της οικογένειάς του, μιας και ο πατέρας του πέθανε νέος, μόλις 45 χρονών, και έπρεπε να βοηθήσει τη μάνα και τα αδέρφια του .
Μετά από χρόνια , ο Δημήτρης ήρθε στην Αθήνα και σύντομα παντρεύτηκε . Σαν τόπο κατοικίας του επέλεξε την Καισαριανή, ένα τόπο που είχε δημιουργηθεί από πρόσφυγες, όπως και το χωριό του. Έγινε ένα με τον καινούριο τόπο του. Όταν τα σπίτια ήταν ακόμη χαμηλά και δεν είχαν χτιστεί πολυκατοικίες, τις ζεστές βραδιές του καλοκαιριού, καθόταν όλη η γειτονιά μαζί και ο καθένας έλεγε τη δική του ιστορία και όλοι μαζί θυμούνταν την πατρίδα τους. Και το συναίσθημα που πλανιόταν ήταν η μελαγχολία και η νοσταλγία. Νοσταλγία για τη χαμένη τους πατρίδα, για όσα έζησαν και για όσα δεν πρόκειται να ζήσουν σε αυτή.
Μέσα από φοβερές αντιξοότητες οι πρόσφυγες όχι μόνα επιβίωσαν και συγχωνεύτηκαν με τις τοπικές κοινωνίες, αλλά επέβαλαν και τον πολιτισμό του. Όλοι όμως ζούσαν με τη νοσταλγία του τόπου από τον οποίο ξεριζώθηκαν ακουσίως και στον οποίο άφησαν αιώνια παρακαταθήκη το λαμπρό παρελθόν και τις μνήμες τους.
Οι περισσότεροι δεν κατάφεραν να επισκεφτούν για τελευταία φορά τα σπίτια που γεννήθηκαν, τις γειτονιές που μεγάλωσαν, τους ναούς που προσευχήθηκαν και τα σχολεία που σπούδασαν.
Οι απόγονοί τους όμως , κληρονόμησαν το μεράκι και τον καημό της <<επιστροφής>> των άτυχων προγόνων τους.
Ίσως , εμείς να είμαστε πιο τυχεροί από αυτούς. Γεννηθήκαμε σε μία εποχή που τα σύνορα σιγά σιγά παύουν να χωρίζουν τους ανθρώπους και έχουμε πλέον την ευκαιρία να εκπληρώσουμε το <<τάμα>> και να περπατήσουμε στο χώμα των προγονικών μας πατρίδων.
Οι πρόγονοι του Δημήτρη, εκδιώχθηκαν από την Τουρκία με το στίγμα του <<Έλληνα>> και έφτασαν στην Ελλάδα με τη στάμπα του <<Τούρκου>>. Οι ιστορίες τους είναι οδυνηρές. Η κορύφωση όμως του ανθρώπου είναι η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ. Οι πατρίδες χάνονται μόνο σε επίπεδο περιουσιακών στοιχείων και ιδιοκτησιών. Με κανένα τρόπο δε χάνεται η πολιτιστική ταυτότητα και η έννοια <<πατρίδα>> είναι ο πολιτισμός. Έτσι αυτές είναι ζωντανές και λαμπρές και ένδοξες πατρίδες.
Σήμερα οι Τούρκοι, προσπαθούν να συντηρήσουν τα ελληνικά μνημεία και ανεξάρτητα αν οι λόγοι είναι τουριστικοί, συμβάλλουν στην προβολή της πολιτιστικής ταυτότητας των παντοτινών πατρίδων μας. Ίσως να φθάνει η εποχή που το <<πάλι με χρόνια και καιρούς δικά μας θα ‘ναι>> θα γίνει πραγματικότητα, με ένα τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που μαθαίναμε κάποτε στα σχολεία. Με ένα τρόπο απόλυτα ειρηνικό και θεάρεστο.
Ο Δημήτρης ήταν παππούς μου. Πέθανε πριν από 13 χρόνια. Όμως πάντα θα θυμάμαι τα μελαγχολικά του μάτια, όταν μου έλεγε τις ιστορίες του, δυτικά της λύπης, για τη χαμένη του πατρίδα. Δυτικά μίας λύπης που χάραξε την καρδιά των ανθρώπων με την πιο πικρή λέξη και την πιο άσχημη μορφή που υπάρχει: τον πόλεμο τη φτώχεια, την πείνα , το θάνατο, μα πάνω από όλα τον ξεριζωμό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας !