Flash Fiction No3 : Ώρες

Σε ένα δωμάτιο κλεισμένος προσπαθούσε να βρει τη σωτηρία του. Γύρω του όλα λευκά. Τα χέρια του δεμένα. Δεν μπορεί να κάνει πολλά. Σηκώνεται από το πάτωμα και με απλανές βλέμμα κάνει το γύρω του δωματίου. Όλα είναι κενά. Λευκά . Δε μιλάει. Απλά κάνει κύκλους. Χωρίς να ξέρει το γιατί. Κάνει αέναους κύκλους χωρίς να ξέρει το τέλος αλλά ούτε και την αρχή. Δε σκέφτεται απλά προχωρά στο φαύλο κύκλο που του χάραξε η μοίρα του. 






Και προχωρά ώρες και ώρες! Μα οι ώρες περνούν. Περνούν από μπροστά του χωρίς να το καταλαβαίνει. Οι ίδιες οι ώρες κάνουν κύκλους. Σαν να τον κατευθύνουν να τις ακολουθήσει. Ξαφνικά γίνεται ανήσυχος . Αρχίζει να τρέχει στον κύκλο που του υπέδειξε η ίδια η ζωή του. Και τρέχει...τρέχει μες τις παραισθήσεις του. Δεν καταλαβαίνει τίποτα μα...δεν παύει να τρέχει . Δε μπορεί να σταματήσει. Όλα είναι μάταια. Αγωνιά να βρει το τέλος αλλά δεν τα καταφέρνει ποτέ. Αρχίζει να ακούει θορύβους και χωρίς να το καταλάβει έχει αρχίσει να κλαίει μπροστά σε μία πόρτα. Μία ψηλόλιγνη φιγούρα στα λευκά ανοίγει την πόρτα. «Τι έπαθες Γιωργάκη; Δε θυμάσαι που σου είχα πει πως πρέπει να ηρεμήσεις για να μπορέσεις να φύγεις από εδώ; Φοβάμαι πως αν σου βγάλω το μανδύα θα κάνεις κακό στον εαυτό σου. Σε λίγο θα έρθει η νοσοκόμα με το φαγητό σου. Προσπάθησε να είσαι ευγενικός μαζί της. Θα περάσω να σε δω αύριο πάλι». Ο Γεωργάκης κάθεται γονατισμένος στην άκρη του κρεβατιού του. Καθώς ο γιατρός κλείνει την πόρτα μέσα από το δωμάτιο ακούγονται  κάποιες λέξεις τρυφερές για εκείνο. «Μπαμπά πού βρίσκομαι;». Η πόρτα κλείνει και τα δάκρυα ρέουν και από τις δυο πλευρές. Ίσως κάποτε το αύριο που θα ΄ρθει να είναι πιο ευχάριστο για όλους. 

Σχόλια