«Τώρα, θέλω να θυμηθώ», γράφει στο yupii.gr η Κ.Καστάνη

Υπέροχο κείμενο...Η ΕΡΤ με την οποία όλοι λίγο πολύ μεγαλώσαμε, είναι η ΕΡΤ των αναμνήσεών μας. Είναι θλιβερό, που το κράτος το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να "κλείνει" ό,τι δεν του αρέσει.. Άραγε τι θα κλείσει μετά ; Τα Πανεπιστήμια; Μετά το μαύρο στην οθόνη τι έχει σειρά; Γιατί να κόβουν συνέχεια πράγματα από το λαό και οι ίδιοι οι βουλευτές μας να πληρώνονται κανονικά ενώ συνεχίζουν να ασκούν το επάγγελμά τους; Το μόνο πράγμα για το οποίο χαίρομαι είναι το ότι οι δημοσιογράφοι της ΕΡΤ αυτή τη στιγμή μου αποδεικνύουν ότι η δημοσιογραφία που θέλω να υπηρετήσω υπάρχει. Υπάρχει πέρα από κάθε "κατεύθυνση". Και υπάρχει γιατί είναι μικρόβιο...και χαίρομαι που έχω και εγώ αυτό το μικρόβιο.



http://www.yupiii.gr/apopsi/c51995/Diaktinise_Me_Skoti-Twra_8elw_na_8.html?fb_action_ids=539851839405300&fb_action_types=og.likes&fb_source=aggregation&fb_aggregation_id=288381481237582

Γράφει η Κάλλια Καστάνη στο yupii.gr

Διακτίνισέ Με, Σκότι...

«Τώρα, θέλω να θυμηθώ»

Kανονικά, αν έγραφα ό,τι μου περνάει από το κεφάλι αυτές τις μέρες για το θέμα της ΕΡΤ, θα έπρεπε να αραδιάσω κάνα οργισμένο πολιτικό μανιφέστο, για το μαύρο στις οθόνες και στο μέλλον μας, για τον αυταρχισμό της εξουσίας ή για το πώς μια κυβέρνηση και ένας υπουργός μπορεί ή όχι να διαγράφει μια ολόκληρη ιστορία και 2.656 ζωές, σε μια νύχτα, με μια στραβή λερωμένη μονοκοντυλιά – αλλά δεν θέλω να το κάνω τώρα αυτό, άλλωστε νομίζω πως το έκαναν καλύτερα τόσοι και τόσοι αυτές τις ημέρες. ( Όπως π,χ., η genius Βάσω Παπαγιαννακοπούλου και ο πρώην γενικός διευθυντής της ΕΡΑ, Αντώνης Ανδρικάκης στην «Υπέρ ΕΡΤ» επιστολή του, δυο κείμενα που αγάπησα πολύ). Τώρα, θέλω να θυμηθώ. 

Στην ΕΡΤ πρέπει να είδα την πρώτη κινούμενη εικόνα της ζωής μου – νομίζω πρέπει να ήταν το ’67 και όχι νωρίτερα, γιατί η τηλεόραση τότε ήταν ακριβό πράγμα και δεν το είχαν όλα τα σπίτια. Αλλά η γιαγιά μου, είχε. Αυτό που είδα, ήταν κάποιο πανάρχαιο παιδικό πρόγραμμα - ίσως ο «Κλούβιος και η Σουβλίτσα» ή μπορεί και «Το τζίνι και η Τζίνη», δηλαδή  μια χαζομάρα και μισή, αμερικάνικο χιούμορ και κονσερβαρισμένα γέλια. Αλλά ακριβώς τότε, η τηλεόραση με μάγεψε. Θυμάμαι ακόμα εκείνη την πρώτη συσκευή -μια από τις βαριές, θεόρατες Uranya, με τα τεράστια κουμπιά- την Έλλη Ευαγγελίδου, «Για Σας, Κυρία μου», τον εθνικό ύμνο, στο τέλος του προγράμματος. Θυμάμαι σκόρπια πλάνα από τον «Ιβανόη» (και τους καβγάδες με τα ξαδέλφια μου, που ήθελαν να βλέπουν «Μάχη» και «Μπονάντσα»), το ξανθό μπομπέ της Νάκης Αγάθου, ειδήσεις με τον Κώστα Χούντα και τον Αλέξανδρο Αντωνόπουλο, το «Υποβρύχιο Στίνγκρεϊ», «Χάιντι» και «Μπαγκς Μπάνι» και την Λόρα Ινγκλς να τρέχει ξεκαρδισμένη στο ασπρόμαυρο λιβάδι με το ασπρόμαυρο σπίτι. Έβλεπα « Γουόλτονς.»  Και «Πέιτον Πλέις», και «΄Αγιο» και «Εκδικητές» και σωρηδόν ελληνικές ταινίες – α, πώς έλαμπε η Αλίκη τα κυριακάτικα μεσημέρια! Και «Λούνα Παρκ», κυρ Γιώργη και Ρένα Παγκράτη και «πέντε κρίκοι ένα τάλιρο». Και μετά τη «Γειτονιά» και όλα τα σίριαλ του Ξενόπουλου (σ.σ.: μα το Θεό, σας λέω, είχα σκάσει στο κλάμα, όταν έπεσε και σκοτώθηκε ο Χατζηκουτσέλης στην «Αναδυομένη»), «Διάστημα 1999» και «Σταρ Τρεκ» για να ακούσω «διακτίνισέ με Σκότι,» - πόσες φορές, το έχω ευχηθεί μυστικά από τότε. Και μετά «πιάστους Ντάνο» - ήμουν νομίζω ερωτευμένη με τον Τζακ Λορντ στο «Χαβάη 5-0»  όπως και με τον Λι Μέιτζορ που έπαιζε στον «Βιονικό Άντρα», αν και το πραγματικό εφηβικό μου obsession ήταν τα μαλλιά-χαίτη της Φάρα, στους «Άγγελους του Τσάρλι», που είχα γεμίσει τρία τετράδια με φωτογραφίες της. Για χρόνια μετά, έτσι κουρευόμουν.

Στη δημόσια τηλεόραση είδα –και λάτρεψα– «Θέατρο της Δευτέρας. Και Σαρλό, Ταβιάνι και Μπέργκμαν στην «Κινηματογραφική Λέσχη». Είδα συναυλίες, μπαλέτο, όπερα, την πρωτοχρονιάτικη συναυλία από την Ορχήστρα της Βιέννης. Τα μπαλέτα του Μουλέν Ρουζ. Είδα «Μονόγραμμα». «Επισκέπτη της νύχτας». «Άξιον εστί» «Φώτα πορείας» - ίσως την καλύτερη εκπομπή συνεντεύξεων ever. Εκλογές, ομιλίες στο Σύνταγμα, ξαναμένα πρόσωπα, σημαίες και μπαλκόνια, ολονύχτια «Α’ Αθηνών, στο εκλογικό τμήμα 313 έλαβον». Είδα την Ελλάδα να μπαίνει στην ΕΟΚ. Eίδα Ολυμπιάδες, στίβους,  ποδόσφαιρα,  Αθλητικές Κυριακές. Τη Νάντια Κομανέτσι να παίρνει τα δεκάρια της. Είδα καλλιτεχνικό πατινάζ, Γουίμπλεντον, Ρολάν Γκαρός  και Μουντιάλ. Και αργότερα –πολύ αργότερα– για την ΕΡΤ έγραψα κιόλας, μικρά κείμενα- ένθετα σε ιστορίες ανθρώπων. Για «όσα ευχήθηκαν οι μοίρες, ό,τι χάρισε ο Θεός, ό,τι απόμεινε στα χείλια των ανθρώπων να το λένε. Κάπως, «Σαν Παραμύθι» – ακόμα και αν δεν έκανα ποτέ, τίποτα άλλο σ’ αυτή τη δουλειά, θα είμαι για πάντα περήφανη γι’ αυτά τα μικρά ντοκιμαντέρ-διαμαντάκια.

Το ξέρω πως όλα αυτά είναι πιθανόν μια συναισθηματική σαχλαμάρα, που αρκετούς δεν σας αγγίζει – σας ακούω μέρες τώρα να ουρλιάζετε στα social media για το «θέατρο της υποκρισίας» και πως «σκασίλα μου τώρα εμένα για τα λαμόγια της ΕΡΤ». Πείτε με λοιπόν, συναισθηματική και σαχλή, αλλά εγώ θα σας πως το βράδυ της 11ης  Ιουνίου 2013 στις 23.13, όταν στην οθόνη της ΕΡΤ έπεσε μαύρο, έκλαψα. Για όλα αυτά που είδα, χάρηκα, έμαθα, θυμήθηκα και περισσότερο για κάτι που όσο πάει  γίνεται μια ανάμνηση: την εποχή που η ζωή σου, η δική μου, οι ζωές μας ήταν ακόμα ένα λιβάδι όλο υποσχέσεις - κανείς δεν μπορούσε να το σβήσει με μια λερωμένη μονοκοντυλιά. Η δουλειά σου ήταν η αξιοπρέπειά σου και το μεράκι σου - κανένα μνημόνιο, δεν σε πετούσε ξαφνικά στο δρόμο σαν άχρηστο, υπεράριθμο σκουπίδι,  ένα περίεργο «x» που δεν χωράει σε μια εξίσωση. Και μπορούσες να ονειρεύεσαι το μέλλον. Τη θέλω πίσω αυτή την εποχή, αχ πώς τη θέλω πίσω τώρα!  Διακτίνισέ με, Σκότι…