«Σας εύχομαι την ύπατη ανθρώπινη απόλαυση: την απόλαυση του πλέον
προαποφασισμένου τετελεσμένου, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αιώνια
Φθορά. Χαρείτε αυτή την απόλαυση. Χαρείτε την απόλαυση της παροδικότητας
που σας αναλογεί. Γιατί αυτό είναι η ζωή.», είπε ο Ραφαήλ Εσθητός στο
ανύπαρκτο κοινό του και συνέχισε να μονολογεί. Λίγες ημέρες μετά την
πρώτη παρουσίαση της «Φθοράς» στα Γιάννενα, ο σκηνοθέτης Ορέστης Τάτσης,
μιλά στο artinews.gr για τη φθορά, το θέατρο και τα όρια.
Πρόκειται για τη δεύτερα φορά που ο σκηνοθέτης συνεργάζεται με το συγγραφέα Δημήτρη Τσεκούρα, καθώς ο λόγος και ο τρόπος γραφής του, του κεντρίζουν το ενδιαφέρον.
«Με γοητεύει πάρα πολύ ο λόγος του Τσεκούρα και στην προκειμένη περίπτωση το ίδιο το θέμα του κειμένου. Η προτιμώμενη συνθήκη ενός αγορητή, που απευθύνεται σε ένα ανύπαρκτο κοινό μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω κάτι που θα ήθελα πάρα πολύ καιρό. Να φτιάξω μία παράσταση που θα παίζεται σε μη θεατρικούς χώρους. Αυτό που είναι μέλημά μου είναι να αναζητώ σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς και θεατρικά έργα που γράφονται τώρα. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που για δεύτερη φορά, επιλέγω ένα κείμενο του Τσεκούρα, όπως ακριβώς και πέρσι επέλεξα ένα εξαιρετικό έργο του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη. Νομίζω ότι το ζητούμενο για ένα δημιουργό είναι να αναμετράται με την εποχή του και στην περίπτωση του θεάτρου να συνδημιουργεί με τους ανθρώπους του καιρού του. Πόσο μάλλον αυτού του καιρού».
Στο ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, όπου και παρουσιάστηκε η «Φθορά», ο σκηνοθέτης νιώθει ότι επιστρέφει στο σπίτι του, καθώς από μικρή ηλικία μεγάλωσε στο θέατρο πλάι στον πατέρα του, που εργαζόταν ως ηθοποιός του Δ.Η.Π.Ε.Θ.Ι.
«Όταν επισκέπτομαι το Δημοτικό θέατρο είναι σαν να επιστρέφω στο πατρικό μου σπίτι. Έχω στην κυριολεξία μεγαλώσει μέσα στο θέατρο, όπου και δούλεψα για πρώτη φορά ως βοηθός σκηνοθέτη και σκηνογράφου το 2001. Η Φθορά είναι η δεύτερη συνεργασία μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο με το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και τη νέα διοίκηση. Οφείλω να ευχαριστήσω πολύ για τη φιλοξενία και την υποστήριξη».
Ο Ορέστης Τάτσης, επισημαίνει την ιδιαίτερη σημασία της ύπαρξης του θεσμού των ΔΗΠΕΘΕ, ως μέσο πολιτισμικής ανάπτυξης στην επαρχία.
«Θα χρησιμοποιήσω μία φράση του Θοδωρή Αμπαζή (σ.σ. νυν αναπληρωτή διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου), με τον οποίο συνεργαστήκαμε για τρία χρόνια στη Δραματική σχολή του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Εάν δεν υπήρχαν τα ΔΗΠΕΘΕ, θα έπρεπε να τα εφεύρουμε. Τα ΔΗΠΕΘΕ μπορούν να λειτουργήσουν ως πυλώνες πολιτισμού στην επαρχία. Πρέπει λοιπόν να αναβαθμιστούν και να ενισχυθούν τόσο από το Υπουργείο Πολιτισμού όσο και από τους Δήμους και τις Περιφέρειες. Τα ΔΗΠΕΘΕ δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μαγαζάκια τοπικών συμφερόντων και φιλοδοξιών.»
Όσον αφορά τα παράπονα που υπήρξαν λόγω της απουσίας εκπροσώπων του ΔΣ του ΔΗΠΕΘΕ από την παράσταση στα Γιάννενα, ο Ορέστης Τάτσης σχολιάζει:
«Η δουλειά του ΔΣ δεν είναι να παρακολουθεί όλες τις ανακλήσεις. Προσωπικά δεν έχω από κανέναν παράπονο, πόσο μάλλον από τους εργαζόμενους και την πρόεδρο. Το ΔΗΠΕΘΕ, δυστυχώς δεν έχει αρκετό προσωπικό και επαρκή χρηματοδότηση. Το ζητούμενο για εμένα είναι η λειτουργία του θεάτρου και η δυναμική που μπορεί να αποκτήσει. Μια πόλη που επιθυμεί να γίνει πολιτιστική πρωτεύουσα το 2021, δε μπορεί να έχει ένα δημοτικό θέατρο που λειτουργεί απομονωμένο και αποδυναμωμένο, με όρους φτωχής επαρχίας. Δεν μπορεί δύο τρείς άνθρωποι να επωμίζονται τη λειτουργία ενός οργανισμού».
Τα όρια στην τέχνη
Ο Ορέστης Τάτσης, με αφορμή το γεγονός του κατεβάσματος της παράστασης της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, «Ισορροπία του Nash», με απόφαση του Εθνικού Θεάτρου, αναφέρθηκε στα όρια της τέχνης, αλλά και των… χορηγών.
«Τα όρια της τέχνης είναι τα όρια της ζωής. Η Άρεντ έγραφε πως οι πράξεις πρέπει να υπόκεινται σε περιορισμούς, όχι η σκέψη διότι η σκέψη καθεαυτή δεν είναι επικίνδυνη. Αν για κάποιους ένα έργο τέχνης θεωρείτε επικίνδυνο τότε μπορούν να το απορρίψουν και να το κατακρίνουν, όχι να το λογοκρίνουν και να επιβάλλουν το κατέβασμα του. Από αυτή την άποψη και με αφορμή την υπόθεση του Εθνικού θεάτρου, θα επεσήμανα πως δε μπορεί ένας χορηγός, όπως γράφτηκε στην ΕΦΣΥΝ, να απειλεί με την απόσυρση της χρηματοδότησής του, το Εθνικό Θέατρο, για να κατέβει μία παράσταση. Πόσο μάλλον όταν οι διευθυντές της Πειραματικής σκηνής, έχουν πρεμιέρα μία εβδομάδα μετά στο συγκεκριμένο φορέα. Δε μπορεί η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το ίδρυμα Ωνάση δηλαδή, να απειλεί ότι θα αποσύρει τη χορηγία (ο Στάθης Λιβαθινός το αρνήθηκε) και να θέτει τα όρια στην ελευθερία της τέχνης. Δεν μπορεί οι χορηγοί να καθορίζουν ποια παράσταση θα ανέβει ή θα κατέβει στο Εθνικό θέατρο. Επίσης δεν μπορεί μια απειλή για τρομοκρατικό χτύπημα να περιστείλει την ελευθερία της τέχνης. Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι θα έπρεπε καθημερινά να είναι στους δρόμους κι όχι να ζουν σε καθεστώς εξαίρεσης, δηλαδή πολέμου. Η τρομοκρατία στην περίπτωση του Εθνικού, κέρδισε από όπου κι αν προήρθε. Δεν γνωρίζω τι ακριβώς συνέβη πράγματι, αλλά το αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον δυσάρεστο».
Σύμφωνα με τον Ορέστη Τάτση, σχετικά με την επιλογή των διευθυντών των δημοσίων πολιτιστικών οργανισμών, στόχος δεν πρέπει είναι κανένα πρόσωπο, αλλά η ενίσχυση του ίδιου του θεσμού και η συλλογική του διαχείριση.
«Ο Jan Fabre, παραδείγματος χάρη, που ανέλαβε τη διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών, ναι μεν μπορεί να είναι ένα τρανταχτό όνομα, αλλά δε μας εγγυάται κανείς ότι θα ενδιαφερθεί για τους Έλληνες δημιουργούς. Το Φεστιβάλ Αθηνών, κατά την γνώμη μου, θα πρέπει να έχει κάποιον γνώστη της παραγωγής σε διεθνές επίπεδο, αλλά και κάποιον γνώστη της εγχώριας παραγωγής. Μία κυβέρνηση, που θέλει να λέγεται αριστερή, οφείλει να ενισχύει τις δομές πολιτισμού και να προκρίνει συλλογικές διαχειρίσεις και διαδικασίες και όχι να προβάλλει μεμονωμένα πρόσωπα», σχολιάζει.
Τέλος ο σκηνοθέτης, στην ερώτηση αν το θέατρο υφίσταται φθορά εν καιρώ κρίσης, απάντησε ότι:
«Όπως γράφει ο Δημήτρης Τσεκούρας στο κείμενό του, η μόνη αντίσταση στη φθορά είναι το έργο της τέχνης. Ίσως το έργο τέχνης, θα έλεγα κι εγώ, μπορεί να διαφοροποιήσει τις ανάγκες μας και τα ζητούμενά μας, αυτός είναι και ο πολιτικός του ρόλος.».
Πρόκειται για τη δεύτερα φορά που ο σκηνοθέτης συνεργάζεται με το συγγραφέα Δημήτρη Τσεκούρα, καθώς ο λόγος και ο τρόπος γραφής του, του κεντρίζουν το ενδιαφέρον.
«Με γοητεύει πάρα πολύ ο λόγος του Τσεκούρα και στην προκειμένη περίπτωση το ίδιο το θέμα του κειμένου. Η προτιμώμενη συνθήκη ενός αγορητή, που απευθύνεται σε ένα ανύπαρκτο κοινό μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω κάτι που θα ήθελα πάρα πολύ καιρό. Να φτιάξω μία παράσταση που θα παίζεται σε μη θεατρικούς χώρους. Αυτό που είναι μέλημά μου είναι να αναζητώ σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς και θεατρικά έργα που γράφονται τώρα. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που για δεύτερη φορά, επιλέγω ένα κείμενο του Τσεκούρα, όπως ακριβώς και πέρσι επέλεξα ένα εξαιρετικό έργο του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη. Νομίζω ότι το ζητούμενο για ένα δημιουργό είναι να αναμετράται με την εποχή του και στην περίπτωση του θεάτρου να συνδημιουργεί με τους ανθρώπους του καιρού του. Πόσο μάλλον αυτού του καιρού».
Στο ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, όπου και παρουσιάστηκε η «Φθορά», ο σκηνοθέτης νιώθει ότι επιστρέφει στο σπίτι του, καθώς από μικρή ηλικία μεγάλωσε στο θέατρο πλάι στον πατέρα του, που εργαζόταν ως ηθοποιός του Δ.Η.Π.Ε.Θ.Ι.
«Όταν επισκέπτομαι το Δημοτικό θέατρο είναι σαν να επιστρέφω στο πατρικό μου σπίτι. Έχω στην κυριολεξία μεγαλώσει μέσα στο θέατρο, όπου και δούλεψα για πρώτη φορά ως βοηθός σκηνοθέτη και σκηνογράφου το 2001. Η Φθορά είναι η δεύτερη συνεργασία μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο με το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων και τη νέα διοίκηση. Οφείλω να ευχαριστήσω πολύ για τη φιλοξενία και την υποστήριξη».
Ο Ορέστης Τάτσης, επισημαίνει την ιδιαίτερη σημασία της ύπαρξης του θεσμού των ΔΗΠΕΘΕ, ως μέσο πολιτισμικής ανάπτυξης στην επαρχία.
«Θα χρησιμοποιήσω μία φράση του Θοδωρή Αμπαζή (σ.σ. νυν αναπληρωτή διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου), με τον οποίο συνεργαστήκαμε για τρία χρόνια στη Δραματική σχολή του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Εάν δεν υπήρχαν τα ΔΗΠΕΘΕ, θα έπρεπε να τα εφεύρουμε. Τα ΔΗΠΕΘΕ μπορούν να λειτουργήσουν ως πυλώνες πολιτισμού στην επαρχία. Πρέπει λοιπόν να αναβαθμιστούν και να ενισχυθούν τόσο από το Υπουργείο Πολιτισμού όσο και από τους Δήμους και τις Περιφέρειες. Τα ΔΗΠΕΘΕ δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μαγαζάκια τοπικών συμφερόντων και φιλοδοξιών.»
Όσον αφορά τα παράπονα που υπήρξαν λόγω της απουσίας εκπροσώπων του ΔΣ του ΔΗΠΕΘΕ από την παράσταση στα Γιάννενα, ο Ορέστης Τάτσης σχολιάζει:
«Η δουλειά του ΔΣ δεν είναι να παρακολουθεί όλες τις ανακλήσεις. Προσωπικά δεν έχω από κανέναν παράπονο, πόσο μάλλον από τους εργαζόμενους και την πρόεδρο. Το ΔΗΠΕΘΕ, δυστυχώς δεν έχει αρκετό προσωπικό και επαρκή χρηματοδότηση. Το ζητούμενο για εμένα είναι η λειτουργία του θεάτρου και η δυναμική που μπορεί να αποκτήσει. Μια πόλη που επιθυμεί να γίνει πολιτιστική πρωτεύουσα το 2021, δε μπορεί να έχει ένα δημοτικό θέατρο που λειτουργεί απομονωμένο και αποδυναμωμένο, με όρους φτωχής επαρχίας. Δεν μπορεί δύο τρείς άνθρωποι να επωμίζονται τη λειτουργία ενός οργανισμού».
Τα όρια στην τέχνη
Ο Ορέστης Τάτσης, με αφορμή το γεγονός του κατεβάσματος της παράστασης της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, «Ισορροπία του Nash», με απόφαση του Εθνικού Θεάτρου, αναφέρθηκε στα όρια της τέχνης, αλλά και των… χορηγών.
«Τα όρια της τέχνης είναι τα όρια της ζωής. Η Άρεντ έγραφε πως οι πράξεις πρέπει να υπόκεινται σε περιορισμούς, όχι η σκέψη διότι η σκέψη καθεαυτή δεν είναι επικίνδυνη. Αν για κάποιους ένα έργο τέχνης θεωρείτε επικίνδυνο τότε μπορούν να το απορρίψουν και να το κατακρίνουν, όχι να το λογοκρίνουν και να επιβάλλουν το κατέβασμα του. Από αυτή την άποψη και με αφορμή την υπόθεση του Εθνικού θεάτρου, θα επεσήμανα πως δε μπορεί ένας χορηγός, όπως γράφτηκε στην ΕΦΣΥΝ, να απειλεί με την απόσυρση της χρηματοδότησής του, το Εθνικό Θέατρο, για να κατέβει μία παράσταση. Πόσο μάλλον όταν οι διευθυντές της Πειραματικής σκηνής, έχουν πρεμιέρα μία εβδομάδα μετά στο συγκεκριμένο φορέα. Δε μπορεί η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, το ίδρυμα Ωνάση δηλαδή, να απειλεί ότι θα αποσύρει τη χορηγία (ο Στάθης Λιβαθινός το αρνήθηκε) και να θέτει τα όρια στην ελευθερία της τέχνης. Δεν μπορεί οι χορηγοί να καθορίζουν ποια παράσταση θα ανέβει ή θα κατέβει στο Εθνικό θέατρο. Επίσης δεν μπορεί μια απειλή για τρομοκρατικό χτύπημα να περιστείλει την ελευθερία της τέχνης. Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι θα έπρεπε καθημερινά να είναι στους δρόμους κι όχι να ζουν σε καθεστώς εξαίρεσης, δηλαδή πολέμου. Η τρομοκρατία στην περίπτωση του Εθνικού, κέρδισε από όπου κι αν προήρθε. Δεν γνωρίζω τι ακριβώς συνέβη πράγματι, αλλά το αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον δυσάρεστο».
Σύμφωνα με τον Ορέστη Τάτση, σχετικά με την επιλογή των διευθυντών των δημοσίων πολιτιστικών οργανισμών, στόχος δεν πρέπει είναι κανένα πρόσωπο, αλλά η ενίσχυση του ίδιου του θεσμού και η συλλογική του διαχείριση.
«Ο Jan Fabre, παραδείγματος χάρη, που ανέλαβε τη διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών, ναι μεν μπορεί να είναι ένα τρανταχτό όνομα, αλλά δε μας εγγυάται κανείς ότι θα ενδιαφερθεί για τους Έλληνες δημιουργούς. Το Φεστιβάλ Αθηνών, κατά την γνώμη μου, θα πρέπει να έχει κάποιον γνώστη της παραγωγής σε διεθνές επίπεδο, αλλά και κάποιον γνώστη της εγχώριας παραγωγής. Μία κυβέρνηση, που θέλει να λέγεται αριστερή, οφείλει να ενισχύει τις δομές πολιτισμού και να προκρίνει συλλογικές διαχειρίσεις και διαδικασίες και όχι να προβάλλει μεμονωμένα πρόσωπα», σχολιάζει.
Τέλος ο σκηνοθέτης, στην ερώτηση αν το θέατρο υφίσταται φθορά εν καιρώ κρίσης, απάντησε ότι:
«Όπως γράφει ο Δημήτρης Τσεκούρας στο κείμενό του, η μόνη αντίσταση στη φθορά είναι το έργο της τέχνης. Ίσως το έργο τέχνης, θα έλεγα κι εγώ, μπορεί να διαφοροποιήσει τις ανάγκες μας και τα ζητούμενά μας, αυτός είναι και ο πολιτικός του ρόλος.».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας !