Δύο εξέχοντες σολίστες, ο Χρήστος Ζερμπίνος στο
ακορντεόν και ο Μίλτος Λογιάδης στο πιάνο, συμπράττουν για τρίτη φορά
δισκογραφικά και παρουσιάζουν το δίσκο «Μικρές Νυχτερινές Προσευχές»,
διασκευάζοντας έργα του Βασίλη Τσιτσάνη. Αναζητώντας την ελληνικότητα
και αφήνοντας το δικό τους μουσικό στίγμα, αποδεικνύουν την αγάπη τους
και το σεβασμό τους προς τη μουσική ως τέχνη, απορρίπτοντας την ιδιότητα
του επαγγέλματος, που λανθασμένα τη συνοδεύει αρκετές φορές
-Το 2015 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του Τσιτσάνη και εσείς κυκλοφορείτε το δίσκο «Μικρές Νυχτερινές προσευχές». Τι σας γοητεύει στο έργο του Τσιτσάνη;
Χ.Ζ.: Καταρχάς δε σκεφτήκαμε ποτέ ότι ήταν τα 100 χρόνια του Τσιτσάνη. Ήταν μία πρωτοβουλία δική μου. Εντελώς τυχαία. Βρισκόμουν σε ένα χώρο και άκουσα τρία νέα παιδιά να παίζουν και να τραγουδούν Τσιτσάνη και την ώρα της εκτέλεσης της δικής τους, άκουγα άλλα πράγματα στο μυαλό μου και έτσι ήρθε η ιδέα να γίνει αυτό. Αυτά όσον αφορά το πώς. Για να το διαχωρίσουμε λίγο και να μη θεωρηθεί ότι το κάναμε κάτω από μία επαγγελματική πίεση, σώνει και καλά επετειακή, επειδή ήταν τα 100 χρόνια. Όχι, δεν υπήρχε τέτοια σκέψη στο μυαλό μας. Συμπτωματικό είναι αυτό. Όπως συμπτωματικό είναι και του Χατζιδάκι, το οποίο το έχουμε κάνει εδώ και μία πενταετία, εξαετία, κάπου εκεί, για τα 80 του χρόνια νομίζω.
Μ.Λ.: Και στο Μάνο Χατζιδάκι δεν άρεσαν οι επέτειοι. Πραγματικά, η ζωή δε μπορεί να μπει σε κουτιά. Η καλλιτεχνική δημιουργία, νομίζω ότι δε μπορεί να μπαίνει σε τέτοια κουτιά, που ταιριάζουν σε επετείους και μνημόσυνα. Είναι μία συνεχής διαδικασία. Και έτσι λοιπόν κι εμείς μπήκαμε στη λογική του να το κάνουμε , χωρίς να σκεφτούμε αν ταιριάζει ημερομηνιακά με κάτι. Η ιδέα πάντως και των τριών cds, δηλαδή του cd με τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι και η «Εαρινή Ισημερία» που αφορά τα δημοτικά τραγούδια, αλλά και το τελευταίο cd, που είναι αφιερωμένο στον Τσιτσάνη, προέκυψε από παρότρυνση του Χρήστου. Δηλαδή ήταν δικές του ιδέες και ήταν απλά από μεράκι και αγάπη σε αυτό αντικείμενο.
-Τι ιδιαίτερο κρύβουν οι μελωδίες του Τσιτσάνη;
Χ.Ζ.: Ξέρετε τι, ας μην το περιορίσουμε αρχικά έτσι σαν μία μικρή τοποθέτηση, ειδικά στον Τσιτσάνη. Μιας και το ανέφερε ο Μίλτος να το προεκτείνω. Δεν είναι τυχαίο ότι και στις τρεις δουλειές, αυτό που με οδήγησε περισσότερο ήταν η ελληνικότητα, που έχουν. Η ελληνικότητα είναι κάτι αφηρημένο βέβαια, γιατί θα πει ο άλλος «τι σημαίνει αυτό; Πώς καθορίζεις εσύ ότι είναι ελληνικά;». Είναι. Το νιώθουμε, το αισθανόμαστε ότι είναι δημιουργίες και από τους ανώνυμους δημιουργούς στα παραδοσιακά και από τον ίδιο το Χατζιδάκι, αλλά και από τον Τσιτσάνη και χωρίς να μπορώ να το αποσαφηνίσω ή να το προσδιορίσω, γεμίζουν την ψυχή μου ελληνικότητα.
Μ.Λ.: Η ελληνικότητα με αυτή την έννοια, είναι αυτό που κουβαλάμε μέσα μας και μας προσδιορίζει χρονικά και τοπικά. Το ότι μεγαλώνουμε με κάποια κοινά στοιχεία, τα οποία τα κουβαλάμε μέσα μας, είτε είναι αυτό μια μελωδία που μπορεί να είναι παραδοσιακή, είτε μια πενιά του Τσιτσάνη, είτε ένα τραγούδι της Μελίνας. Με όλα αυτά μεγαλώνουμε. Τα κουβαλάμε μέσα μας. Συνδυάζονται με το άρωμα, με τη μυρωδιά της θάλασσας, το θυμάρι, τον ήλιο. Όλα αυτά μαζί είναι όλο αυτό το απροσδιόριστο και αφηρημένο πράγμα που λέμε ελληνικότητα. Υπάρχει πάρα πολύ έντονα σε αυτά τα τρία project, που κάναμε και πιστεύω ότι αυτή η εσωστρέφεια που έχει, αυτή μας η αναζήτηση, φαίνεται και από τις επιλογές των τριών project. «Αναζητώντας την ελληνικότητα», θα έβαζα σαν υπέρτιτλο και για τα τρία.
Χ.Ζ.: Τώρα για να το εξειδικεύσουμε, όσον αφορά τον Τσιτσάνη, γιατί αυτή ήταν και η ερώτηση, έχουμε να κάνουμε με ένα δημιουργό κλασικό. Τι σημαίνει κλασικό; Κλασικό σημαίνει ότι αντέχει σε βάθος χρόνου, διαχρονικά δηλαδή, αν σκεφτούμε ότι αυτά τα κομμάτια, που παίξαμε εμείς, είναι γραμμένα πριν από ογδόντα χρόνια και δεν έχουν την παραμικρή ρυτίδα επάνω τους και δίνουν τη δυνατότητα σε εμάς , τη νεότερη γενιά ας πούμε από αυτή του Τσιτσάνη και των μεταγενέστερων, να μπούμε στη διαδικασία να προσεγγίσουμε το έργο του, με τον τρόπο που το προσεγγίσαμε. Βεβαίως ο τρόπος που το προσεγγίσαμε και στις τρεις δουλειές έχει μία ιδιαιτερότητα. Ποια είναι αυτή; Σίγουρα δε θα σηκωθεί κάποιος να χορέψει ένα καλαματιανό, όταν παίζουμε ένα καλαματιανό. Δε θα σηκωθεί κάποιος να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο, όταν παίζουμε ένα ζεϊμπέκικο του Τσιτσάνη, γιατί δεν τον προδιαθέτει αυτό το πράγμα, επειδή μέσα από τη δουλειά του εμείς προσπαθούμε να βγάλουμε κάποια στοιχεία μουσικά, τα οποία είναι κρυμμένα, είναι υποδόρια και προσπαθούμε να τα ανακαλύψουμε και να τα φέρουμε στην επιφάνεια.
Χ.Ζ.: Ξέρετε τι, ας μην το περιορίσουμε αρχικά έτσι σαν μία μικρή τοποθέτηση, ειδικά στον Τσιτσάνη. Μιας και το ανέφερε ο Μίλτος να το προεκτείνω. Δεν είναι τυχαίο ότι και στις τρεις δουλειές, αυτό που με οδήγησε περισσότερο ήταν η ελληνικότητα, που έχουν. Η ελληνικότητα είναι κάτι αφηρημένο βέβαια, γιατί θα πει ο άλλος «τι σημαίνει αυτό; Πώς καθορίζεις εσύ ότι είναι ελληνικά;». Είναι. Το νιώθουμε, το αισθανόμαστε ότι είναι δημιουργίες και από τους ανώνυμους δημιουργούς στα παραδοσιακά και από τον ίδιο το Χατζιδάκι, αλλά και από τον Τσιτσάνη και χωρίς να μπορώ να το αποσαφηνίσω ή να το προσδιορίσω, γεμίζουν την ψυχή μου ελληνικότητα.
Μ.Λ.: Η ελληνικότητα με αυτή την έννοια, είναι αυτό που κουβαλάμε μέσα μας και μας προσδιορίζει χρονικά και τοπικά. Το ότι μεγαλώνουμε με κάποια κοινά στοιχεία, τα οποία τα κουβαλάμε μέσα μας, είτε είναι αυτό μια μελωδία που μπορεί να είναι παραδοσιακή, είτε μια πενιά του Τσιτσάνη, είτε ένα τραγούδι της Μελίνας. Με όλα αυτά μεγαλώνουμε. Τα κουβαλάμε μέσα μας. Συνδυάζονται με το άρωμα, με τη μυρωδιά της θάλασσας, το θυμάρι, τον ήλιο. Όλα αυτά μαζί είναι όλο αυτό το απροσδιόριστο και αφηρημένο πράγμα που λέμε ελληνικότητα. Υπάρχει πάρα πολύ έντονα σε αυτά τα τρία project, που κάναμε και πιστεύω ότι αυτή η εσωστρέφεια που έχει, αυτή μας η αναζήτηση, φαίνεται και από τις επιλογές των τριών project. «Αναζητώντας την ελληνικότητα», θα έβαζα σαν υπέρτιτλο και για τα τρία.
Χ.Ζ.: Τώρα για να το εξειδικεύσουμε, όσον αφορά τον Τσιτσάνη, γιατί αυτή ήταν και η ερώτηση, έχουμε να κάνουμε με ένα δημιουργό κλασικό. Τι σημαίνει κλασικό; Κλασικό σημαίνει ότι αντέχει σε βάθος χρόνου, διαχρονικά δηλαδή, αν σκεφτούμε ότι αυτά τα κομμάτια, που παίξαμε εμείς, είναι γραμμένα πριν από ογδόντα χρόνια και δεν έχουν την παραμικρή ρυτίδα επάνω τους και δίνουν τη δυνατότητα σε εμάς , τη νεότερη γενιά ας πούμε από αυτή του Τσιτσάνη και των μεταγενέστερων, να μπούμε στη διαδικασία να προσεγγίσουμε το έργο του, με τον τρόπο που το προσεγγίσαμε. Βεβαίως ο τρόπος που το προσεγγίσαμε και στις τρεις δουλειές έχει μία ιδιαιτερότητα. Ποια είναι αυτή; Σίγουρα δε θα σηκωθεί κάποιος να χορέψει ένα καλαματιανό, όταν παίζουμε ένα καλαματιανό. Δε θα σηκωθεί κάποιος να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο, όταν παίζουμε ένα ζεϊμπέκικο του Τσιτσάνη, γιατί δεν τον προδιαθέτει αυτό το πράγμα, επειδή μέσα από τη δουλειά του εμείς προσπαθούμε να βγάλουμε κάποια στοιχεία μουσικά, τα οποία είναι κρυμμένα, είναι υποδόρια και προσπαθούμε να τα ανακαλύψουμε και να τα φέρουμε στην επιφάνεια.
- Ποια στοιχεία ανακαλύψατε λοιπόν;
Χ.Ζ.: Αυτά τα στοιχεία που ανακαλύψαμε είναι το γεγονός ότι έχουν μία στέρεα μουσική βάση. Δε μπορείς να αφαιρέσεις ούτε μία νότα, θέλοντας να πω πιο διεξοδικά, ότι μεγάλη αξία συνίσταται και η διαχρονικότητα ενός έργου τέχνης. Ποια είναι; Το ότι αποφασίζει ο δημιουργός να βάλει τη μία νότα δίπλα στην άλλη με αυτόν τον τρόπο, ούτως ώστε να μείνει μέσα στο χρόνο.
Χ.Ζ.: Αυτά τα στοιχεία που ανακαλύψαμε είναι το γεγονός ότι έχουν μία στέρεα μουσική βάση. Δε μπορείς να αφαιρέσεις ούτε μία νότα, θέλοντας να πω πιο διεξοδικά, ότι μεγάλη αξία συνίσταται και η διαχρονικότητα ενός έργου τέχνης. Ποια είναι; Το ότι αποφασίζει ο δημιουργός να βάλει τη μία νότα δίπλα στην άλλη με αυτόν τον τρόπο, ούτως ώστε να μείνει μέσα στο χρόνο.
- Και αυτό κάνει και μοναδικό το έργο του μέχρι σήμερα.
Χ.Ζ.: Σαφώς, αναμφισβήτητα μοναδικό
Χ.Ζ.: Σαφώς, αναμφισβήτητα μοναδικό
-Ο πρώτος που διασκεύασε Τσιτσάνη ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Έχετε επηρεαστεί από το έργο του στις διασκευές αυτές;
Χ.Ζ.: Αναμφισβήτητα όχι. Ο Μάνος
Χατζιδάκις είχε τη δική του προσωπικότητα. Αυτά που έκανε ήταν
αριστουργηματικά, αλλά υπάρχουν πολλές παράμετροι, που θα άξιζε να
αναφέρουμε. Όταν ο Χατζιδάκις, ήταν 23 ετών, μετά το Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο, είδαμε ένα νέο παιδί να βγαίνει με παρρησία και να βάζει σε
πρώτο επίπεδο το λαϊκό ελληνικό τραγούδι, που δεν το τολμούσε κανείς
εκείνη την περίοδο, λόγω του ότι είχε προηγηθεί ο Μεταξάς, ο οποίος το
απαγόρευε. Άλλαξε όλη αυτή η αντίληψη του τι σημαίνει λαϊκό, εξαιτίας
αυτής της διάλεξης του Χατζιδάκι, που έγινε στο χώρο του Θεάτρου Τέχνης
του Καρόλου Κουν. Σε καμία περίπτωση δεν επηρεαστήκαμε. Αντιθέτως, όταν
πρωτομπήκε η ιδέα να ξεκινήσουμε την πρώτη δουλειά που ήταν του
Χατζιδάκι και στη συνέχεια τα παραδοσιακά και στη συνέχεια τoν Τσιτσάνη,
εκείνο που με απασχολούσε είναι το πώς θα έχουμε ένα δικό μας ακουστικό
στίγμα, με το οποίο, όταν θα ακούει κάποιος είτε τη μία δουλειά, είτε
την άλλη δουλειά, είτε την τρίτη δουλειά, να ξέρει ότι είμαστε εμείς οι
δύο που παίζουμε. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία όσον αφορά την ποιότητα
και όλα τα άλλα στοιχεία, που συνθέτουν τη δουλειά μας
Μ.Λ.: Ακούγοντας κανείς και τα
τρία αυτά cds, μπορεί να διακρίνει ένα νήμα που τα συνδέει. Αυτό το νήμα
δεν έχει να κάνει με το γεγονός μόνο ότι πρόκειται για τα δύο όργανα
που παίζουν, δηλαδή ένα πιάνο και ένα ακορντεόν, ούτε φυσικά το ότι
παίζουν οι ίδιοι άνθρωποι. Έχει να κάνει με τον τρόπο παιξίματος και με
τον τρόπο αντιμετώπισης του μουσικού υλικού. Προσπαθούμε να δώσουμε μία
πιο λυρική πλευρά, μια πιο εσωτερική και γι΄αυτό κι εγώ αν χαρακτήριζα
και τα τρία cds και τους έδινα ένα προσδιορισμό με βάση την κλασική
μουσική φόρμα, θα ταίριαζαν περισσότερο στα νυχτερινά. Έχουν μία τέτοια,
ας πούμε, ποιότητα, μία τέτοια αισθαντικότητα.
-Και κρύβουν και μία ευαισθησία.
Μ.Λ.: Και μία ευαισθησία ακριβώς. Τα νυχτερινά με την έννοια των νυχτερινών που ξέρουμε από τον Σοπέν κλπ.
-Κύριε Ζερμπίνο, μέσα στο χρόνο έχετε
ανακαλύψει νέες τεχνικές για το ακορντεόν. Ποιες τεχνικές χρησιμοποιείτε
και τι ιδιαιτερότητες παρουσιάζει το συγκεκριμένο μουσικό όργανο;
Χ.Ζ.: Ξέρετε, τώρα δε θα μπορούσα
να το εξειδικεύσω. Αυτό είναι μία σχέση που αποκτάς με το όργανο από
την παιδική σου ηλικία. Βεβαίως όσο προχωράνε τα χρόνια , και η αγάπη
που έχεις για το όργανό σου, όλα αυτά τα βγάζεις. Δε θα μπορούσα να τα
απαριθμήσω και να πω α. κάνω αυτό, β. κάνω εκείνο ή κάνω το άλλο. Αυτά
βγαίνουν μέσα από το ίδιο το όργανο και την εκφραστικότητα του ίδιου του
οργάνου.
Μ.Λ.: Γίνεσαι κάποια στιγμή ένα
με το όργανο που αγαπάς και παίζεις, δηλαδή γίνεται προέκταση του
σώματός σου, του εαυτού σου, του μυαλού σου. Άρα συνδέεσαι άμεσα. Δε
μπορείς να το πεις τόσο εύκολα, να το βάλεις σε κουτάκια και να πεις
χρησιμοποιώ εκείνη την τεχνική, κάνω εκείνο το κόλπο. Η μουσική από ένα
σημείο και έπειτα, όταν κάποιος ασχολείται με ένα όργανο και το κατακτά,
βγαίνει αβίαστα απ’ την ψυχή. Απ’ τα πλήκτρα στην καρδιά. Απ’ την
καρδιά στα πλήκτρα, να το πω ανάποδα.
-Όσον αφορά τη δομή μίας ορχήστρας, μουσικά τι ιδιαιτερότητες παρουσιάζει;
Μ.Λ.: Πάρα πολύ μεγάλες
ιδιαιτερότητες. Μια ορχήστρα δεν είναι δύο όργανα όπως παίζουμε εμείς σε
ένα cd. Πρόκειται για ένα σύνολο πολλών μουσικών, πενήντα, εξήντα,
καμιά φορά και πάνω από εκατό, οι οποίοι καλούνται στον ίδιο χώρο και
στον ίδιο χρόνο, να ερμηνεύσουν ένα κομμάτι, προσαρμόζοντας ο ένας τη
«φωνή» του με τον άλλον και πάνω, κάτω από τις «οδηγίες» ενός μουσικού
υλικού, που γράφτηκε από ένα συνθέτη και έχοντας μπροστά ένα μαέστρο που
καθοδηγεί αυτή την ερμηνεία. Είναι πολύπλοκο. Παρόλα αυτά είναι πάρα
πολύ σημαντικό, γιατί η ορχήστρα είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα
της ανθρώπινης συλλογικότητας. Και πραγματικά είναι πολύ συγκινητικό,
να βλέπεις ταυτόχρονα όλους αυτούς τους ανθρώπους να συνυπάρχουν και να
συνδημιουργούν με ένα κοινό στόχο. Δεν είναι εύκολο αυτό και το βλέπουμε
στην καθημερινότητά μας και στη ζωή μας, το πόσο δύσκολο είναι να
συνυπάρχουμε και να συνδημιουργούμε σε άλλα πράγματα. Η ορχήστρα λοιπόν
είναι ένα από αυτά, που όταν πετυχαίνει είναι ασύλληπτο το μεγαλείο της
δύναμης. Γι’ αυτό εκφράζει πιστεύω ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της
ανθρώπινης συλλογικότητας. Και είναι βέβαια και ένας καθρέπτης μιας
κοινωνίας. Σε μια ορχήστρα θα δεις τον καλό, τον κακό, τον έξυπνο, τον
χαζό, τον αφελή, όλα, τον συμπαθητικό και πρέπει όλα αυτά να συνδυαστούν
σε ένα κοινό παρονομαστή με ένα κοινό στόχο.
-Οπότε υπάρχει και η έννοια της πειθαρχίας μέσα σε αυτόν τον κοινό στόχο.
Μ.Λ.: Υπάρχει. Αλλά αν θέλετε να
με ρωτήσετε ποιος είναι ο ρόλος του μαέστρου και αν ο μαέστρος είναι
μόνο για να κρατάει την πειθαρχία, για να κατευθύνει αυτή την πειθαρχία,
εγώ θα σας έλεγα ότι ο μαέστρος, θα πρέπει κατ΄εμέ να μην είναι αυτός
που υπαγορεύει τη μουσική απ’ έξω, αλλά εκείνος που οδηγεί τους
μουσικούς εκ των έσω, δηλαδή να γίνεται ένα μαζί τους και όχι αυτός που
με το μπαστουνάκι του υπαγορεύει
-Και διευθύνει απλά…
Μ.Λ.: Και διευθύνει απλά, έχοντας μία απόσταση με τους μουσικούς και βλέποντάς τους απλά ως το «όργανό» του.
- Σημαντικό κεφάλαιο στην πορεία σας ήταν
και η Ορχήστρα των χρωμάτων. Τι πορεία ακολούθησε μέσα στο χρόνο και τι
προβλήματα αντιμετώπισε, τόσο τεχνικά όσο και πολιτισμικά;
Μ.Λ.: Να απαντήσω σε αυτό εγώ
καλύτερα. Πραγματικά ήταν καίριο το ότι η ιδέα για να κάνουμε αυτό το
cd, ξεκίνησε στο Χρήστο από μία συναυλία που κάναμε με την Ορχήστρα των
Χρωμάτων στο Μέγαρο Μουσικής. Δε θυμάμαι πότε, αλλά είναι κάποια χρόνια,
που είχαμε παίξει κινηματογραφικά έργα του Μάνου Χατζιδάκι και κάποια
στιγμή κατέβαινα από το podium και παίζαμε οι δυο μας μόνο, εγώ έπαιζα
πιάνο και ήταν και η Ορχήστρα, αλλά δεν έπαιζε. Ήταν δύο , τρία
στιγμιότυπα, που είχαμε κάνει οι δυο μας και αυτό θυμάμαι ότι είχε κάνει
μεγάλη εντύπωση στον κόσμο και τους άρεσε, γιατί υπήρξε μία
εσωτερικότητα και στον τρόπο παιξίματος και είχαμε δώσει μία ωραία
ατμόσφαιρα τότε. Από εκεί ξεκίνησε αυτή η ιδέα στο Χρήστο για να κάνουμε
το πρώτο project, που ήταν ο Χατζιδάκις.
Τώρα, η Ορχήστρα των Χρωμάτων, είναι τεράστια
κουβέντα. Αυτή είναι μία ολόκληρη συνέντευξη. Ειδική συνέντευξη. Εγώ θα
σας πω με δύο λόγια ότι ξεκίνησε το 1989 ως μία προσπάθεια του Μάνου
Χατζιδάκι να φτιάξει μία ορχήστρα, η οποία δε θα ήταν μία συμβατική
ορχήστρα, όπως ήταν η Κρατική Ορχήστρα της εποχής εκείνης, δηλαδή, που
έπαιζε το συμβατικό ρεπερτόριο, το κλασικό, αλλά θα άνοιγε την παλέτα
της, γι’ αυτό και η Ορχήστρα των Χρωμάτων, σε πολύ διαφορετικά μουσικά
επίπεδα, χρώματα, μουσικά είδη και μουσικές που δε γνώριζε ο πολύς ο
κόσμος. Κι έτσι μέσα από την ορχήστρα ο κόσμος γνώρισε τον Menotti,
γνώρισε τον Piazzolla, γνώρισε τον Piovani, γνώρισε τον Nino Rota,
γνώρισε δηλαδή μουσικές και μουσικούς, τους οποίους πολύ λίγοι γνωρίζανε
και οι οποίοι πολλές φορές παίζανε και ανάμεσα στην κλασική μουσική και
στη μουσική κινηματογράφου ή στη «μουσική διασκέδαση». Ο στόχος του
λοιπόν ήταν να κάνει ένα τέτοιο σύνολο, το οποίο να ήταν εξαιρετικά
ικανό. Γι’ αυτό και είχε διαλέξει πάρα πολύ καλούς μουσικούς. Πέθανε ο
Μάνος Χατζιδάκις. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων το 1995 γίνεται νόμος του
κράτους και ξεκινάει με τον Γιώργο Κουρουπό σαν καλλιτεχνικό διευθυντή
και εμένα ως μόνιμο μαέστρο, μία πορεία μέχρι το 2011 περίπου, όπου η
οικονομική κρίση και το σταμάτημα της επιχορήγησης και μάλιστα να πω η
παράνομη διακοπή της επιχορήγησης – ουσιαστικά δεν έπρεπε να σταματήσει η
επιχορήγηση, έπρεπε να γίνει ένας διακανονισμός σε αυτό και όχι να
γίνει έτσι όπως έγινε- μας οδήγησε το να πάψουμε να λειτουργούμε και
έτσι πρακτικά η Ορχήστρα έκλεισε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας !