Στην φανταστική περιοχή της
Βαλεριάνας, η Μπία μία πρώην κωφάλαλη, αναλαμβάνει την ευθύνη για όλα τα
κρίματα των συμπολιτών της, οι οποίοι τιμωρούνται για τα σφάλματα και
τις ανομίες τους. Η Νάντια της Γιόλακας είναι η μόνη που γνωρίζει το
μυστικό που θα ανατρέψει όλα τα δεδομένα. «Το Ανάθεμα- Η Νάντια της
Γιόλακας», το νέο μυθιστόρημα του συγγραφέα- δημοσιογράφου Γρηγόρη
Χαλιακόπουλου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγκυρα, σατιρίζει
μία κοινωνία, που έχει φθαρεί, αντικατοπτρίζοντας την Ελλάδα του 2016,
της ψευδο-ηθικής και της ευρύτερης κοινωνικής κρίσης. Ο Γρηγόρης
Χαλιακόπουλος τολμά να τσαλακώσει την εικόνα της οποιασδήποτε
φαινομενικά καθώς πρέπει κοινωνίας, η οποία υποστηρίζει το ρητό «Ο σώζων
εαυτώ σωθείτο». Αν μη τι άλλο, ο συγγραφέας, αποκαλύπτει την πιο
αναρχική φύση του, αφιερώνοντας το βιβλίο του στους «αποπομπαίους, τους
παρίες και τα περιθώρια», παραμένοντας απείθαρχος στους κοινωνικούς
κανόνες. Το «Ανάθεμα», είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσετε και να
αναρωτηθείτε αν ο κόσμος μπορεί να αλλάξει, καταρρίπτοντας τον Κεμάλ του
Μάνου και του Γκάτσου
Ο Γρηγόρης Χαλιακόπουλος μιλά στη Ράνια Παπαδοπούλου, για το νέο του βιβλίο, τα περιθώρια και πολλά ακόμα σε μία συζήτηση εφ’όλης της ύλης
Ο Γρηγόρης Χαλιακόπουλος μιλά στη Ράνια Παπαδοπούλου, για το νέο του βιβλίο, τα περιθώρια και πολλά ακόμα σε μία συζήτηση εφ’όλης της ύλης
-Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Γ.Χ.: Αφορμή
ήταν η προτροπή τριών φίλων μου το καλοκαίρι του 2015, να γράψω ένα
βιτριολικό έργο. Είχε προηγηθεί 4 χρόνια νωρίτερα η παρότρυνση μιας
φίλης μου συγγραφέως της Δήμητρας Πυργελή, να γράψω ένα μυθιστόρημα.
Συνέγραψα το πρώτο κεφάλαιο αλλά στη συνέχεια για κάποιους λόγους το
εγκατέλειψα. Η αιτία όμως βρίσκεται στην ανάγκη μου να ζω με φανταστικά
πρόσωπα, γιατί τα οδηγώ εκεί που επιθυμώ, σε αντίθεση με την
πραγματικότητα που με πάει όπου θέλει εκείνη. Έτσι ακολουθώ την έμπνευσή
μου, η οποία ανά τακτά διαστήματα μου υπαγορεύει να πλάσω, μέσω της
γραφής, τις συγγραφικές μου φιγούρες. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αναπτύσσω
διάφορους χαρακτήρες και μέσω αυτών λυτρώνομαι.
-Αφιερώνετε το βιβλίο σας στους «αποπομπαίους, τους παρίες και τα περιθώρια». Ο λόγος;
Γ.Χ.:Ανέκαθεν είχα μια συμπάθεια, για να
μην πω ροπή, προς κάθε τι το αυτονομημένο και μοναχικό. Ιδιαίτερα, με
ενδιέφεραν οι άνθρωποι του περιθωρίου. Από την εφηβική μου ηλικία
«συμμαχούσα» με οτιδήποτε ήταν εκτός του ορθού δρόμου. Δεν είναι τυχαίο,
ότι το πρώτο μου διήγημα «Τα φώτα της Πόρσε», γράφτηκε για έναν γείτονά
μου, που έκλεβε φορτηγά για να πάει βόλτα και μετά τα εγκατέλειπε. Τον
συνελλάμβαναν, δικαζόταν, φυλακιζόταν, αποφυλακιζόταν και ξανάκλεβε. Όλα
αυτά εξ’ αιτίας ενός παλιού παιδικού του απωθημένου. Τον επισκεπτόμουν
στη φυλακή και μισούσα τα κάγκελα, σε σημείο που ήθελα να τα ανατινάξω.
Μια μέρα στις φυλακές της Αίγινας, με τα σύρματα να μας χωρίζουν στο
επισκεπτήριο, μου είπε: «Γρηγόρη, μια χάρη θέλω από σένα, να μου
προσέχεις τον Πάκο, το σκυλάκι μου. Τον αγαπώ πολύ». Αυτός ο άνθρωπος
για μια ολόκληρη πόλη, αποτελούσε περιθώριο. Για μένα… τον ορισμό της
ευαισθησίας!
-Άλλες μορφές περιθωρίου που σας ενέπνεαν;
Γ.Χ.: Την ίδια συμπάθεια έτρεφα και για
τις ιερόδουλες των οίκων ανοχής. Με ενοχλούσε, που οι εκτός περιθωρίου
καθωσπρέπει κυρίες και κύριοι τις έδειχναν με το δάχτυλο, ενώ ήξεραν να
σέβονται και να τιμούν τις πραγματικές πόρνες και πόρνους που ξέπλεναν
τις πομπές τους με έναν πλούσιο γάμο, ασχέτως αν ο σύζυγος ήταν 85
χρονών και η σύζυγος 22 ή το αντίστροφο. Γι’ αυτό και ένα από τα
ποιήματά μου, στην ποιητική μου συλλογή «Αντικέρ ιδεών» ήταν αφιερωμένο
στη «Ρόζα» μια πραγματική ιερόδουλο που έζησε στο κάστρο της Μυτιλήνης.
Επίσης τους ομοφυλόφιλους που για πολλά χρόνια στο παρελθόν, οι
νοικοκυραίοι που μύριζαν αντρίλα τους χλεύαζαν, προσωπικά τους
υπερασπιζόμουνα θεωρώντας αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός την διαχείριση
του κορμιού του. Μπορώ να σας αναφέρω και άλλες κατηγορίες, όπως των
τσιγγάνων, που η μητέρα μου μας έμαθε με την αδελφή μου να τρώμε μαζί
τους, όταν περνούσαν κάτω απ’ το σπίτι μας για να τροχίσουν μαχαίρια ή
να πλέξουν καρέκλες ψάθινες. Και βέβαια μία ξεχωριστή ομάδα ανθρώπων,
που πάντα με ενέπνεε ήταν οι τρόφιμοι των ψυχιατρείων. Αυτοί κι αν ήταν
περιθώριο...
-Απ’ ότι ξέρω πραγματοποιήσατε δεκαετή έρευνα στο Δρομοκαΐτειο…
Γ.Χ.: Από το 1995 μέχρι και το 2005
ασχολήθηκα με τις σπουδαίες μορφές που έζησαν εκεί μέσα, όπως ο
Βιζυηνός, ο Ρώμος Φιλύρας, ο Νικόλαος Δραγούμης, ο Γεράσιμος Βώκος και
άλλοι πολλοί. Υπάρχουν και σύγχρονοι που επειδή ζουν, δεν θα ήθελα να
τους αναφέρω. Αργότερα παρατηρώντας τη διπολική ευστροφία και τη
συγγραφική ικανότητα κάποιων δημιουργών, βυθίστηκα με άλλη ματιά στο
έργο τεσσάρων ξένων γυναικών. Ήταν της Μαργκερίτ Ντυράς, της Έμιλι
Ντίκινσον, της Βιρτζίνια Γουλφ και της Σύλβια Πλαθ.
-Εσείς αισθάνεστε περιθώριο, παρίας ή αποπομπαίος;
Γ.Χ.: Αισθάνομαι απείθαρχος με τους
κοινωνικούς κανόνες. Παρ’ ότι σε πολλούς τομείς της ζωής μου, είμαι ένα
άτομο αρκετά συμβιβασμένο, όταν επαναστατώ, ως αντίπαλό μου δεν επιλέγω
το κράτος ή τους κακούς αστυνομικούς, αλλά το είδωλό μου.
-Γιατί αυτό; Τι σας φταίει;
Γ.Χ.:Όταν σιωπώ ενώ πρέπει να φωνάξω, μου
φταίει. Όταν υπερβάλλω ενώ πρέπει να σιωπήσω μου φταίει. Γι αυτό και
στα ώριμα χρόνια μου, οι συλλογικότητες πλέον δεν με συγκινούν
ιδιαίτερα, ασχέτως αν τις υπερασπίζομαι ως τρόπο οργάνωσης μιας
κοινωνίας. Όπου αισθάνομαι ότι με πλησιάζει ο όχλος, απομακρύνομαι. Οι
πολλές σημαίες με φοβίζουν. Εκτιμώ και θαυμάζω βαθύτατα εκείνο τον τύπο
ανθρώπου, σαν του ήρεμου Κινέζου φοιτητή με τα ψώνια στο χέρι, που τον
Ιούνιο του 1989 στην πλατεία Τιεν Αν Μεν, σταμάτησε ολομόναχος μια
μεραρχία τανκς. Θυμάται κανείς το όνομά του; Μια γενναία ψυχή είναι
ανώτερη από χιλιάδες φωνασκούσες με πανό διαμαρτυρίας. Αυτονόητον είναι
πως ουδόλως δαιμονοποιώ τις συλλογικότητες, απεναντίας τις θεωρώ
απαραίτητες όταν τα άτομα που τις απαρτίζουν, διαθέτουν αυτογνωσία,
ωριμότητα και εκμηδενισμένο καιροσκοπισμό.
-Το πολιτικό σας μότο;
Γ.Χ.: Ουδείς περιορισμός πλην του αυτοπεριορισμού!
-Το συγγραφικό σας;
Γ.Χ.: Του Γκαίτε: «Στο τέλος είσαι ότι είσαι!»
-Στο καινούργιο σας βιβλίο «Το Ανάθεμα», τι αντιπροσωπεύει ο υπότιτλος «Η Νάντια της Γιόλακας»;
Γ.Χ.: Το μυστικό που κρατά μια ηλικιωμένη
γυναίκα για την πόλη της, που μαστίζεται από κάποια κατάρα. Οι
πανούργοι πολιτικοί, οι κυνικοί γιατροί, οι αιμομίκτες ζηλωτές, οι
μοιχοί που καθίστανται τιμητές ηθικής, οι τσαρλατάνοι ιερείς που βουτούν
το φακελάκι απ’ τη χαροκαμένη μάνα, οι αυλοκόλακες της τοπικής
εξουσίας, οι τοκογλύφοι και οι νοικοκυραίοι, εμφανίζονται ενώπιον μιας
δημόσιας εξομολόγησης ως αθώες περιστερές. Και όλοι μεταξύ τους
εφευρίσκουν τρόπους να αυτοπροστατεύονται, όπως συμβαίνει και με τα
πολιτικά κόμματα που χρηματοδοτούσε η Siemens και το ένα κάλυπτε και
καλύπτει το άλλο. Αλλά κι εκείνα που ήρθαν με εξυγιαντικές προθέσεις
χαθήκαν στη μετάφραση. Έτσι λοιπόν η Μπία Πετρομιχάλη, μια πρώην
κωφάλαλη που επειδή δεν μπορούσε να μιλήσει και ν’ ακούσει κανείς δεν
την φοβόταν, τελικά καθίσταται τιμωρός τους. Γιατί απλούστατα έβλεπε τα
πάντα. Όμως τη λύση για την ποθούμενη κάθαρση την δίνει η Νάντια της
Γιόλακας.
- Η Βαλεριάνα όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, είναι μια φανταστική πόλη. Γιατί;
Γ.Χ.: Γιατί προέρχονται εκ της φαντασίας
μου τα συμβάντα, τα πρόσωπα και η πλοκή. Την τοποθετώ στην περιοχή της
σημερινής Τριφυλίας, αλλά μπορεί ο κάθε αναγνώστης να εικονοποιήσει στο
μυαλό του, τη δική του πόλη, την πατρίδα του ή έναν μη τόπο αν τον
εξυπηρετεί.
-Την Μπία ως αποδιοπομπαίο τράγο και μετέπειτα τιμωρό, η Ελλάδα του 2016 την έχει ανάγκη;
Γ.Χ.: Ο γέροντας συνταξιούχος που
αργοσβήνει χωρίς φάρμακα, ο καρκινοπαθής που ταλαιπωρείται για τις
ακτινοβολίες του, ο άνεργος νέος, η απελπισμένη μάνα, ο καταχρεωμένος
δανειολήπτης που χάνει το σπίτι του, ο προδομένος πολίτης και ο
απαξιωμένος μετανάστης, δεν πιστεύω ότι αναζητούν μια Μπία ως
αποδιοπομπαίο τράγο ούτε ως τιμωρό. Πολλοί εξ αυτών αν κοιτάξουν στην
οθόνη της τηλεόρασής τους, θα δουν ανφάς τον Καμπουράκη και τον
Οικονομέα να διαμαρτύρονται που «πτώχευσε» το MEGA. Είναι η στιγμή που
πρέπει να τους πουν με ηρεμία το εξής: Σας θυμίζει κάτι το τελευταίο
απόσπασμα του ποιήματος «Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα δεν υπήρχε κανείς
για ν’ αντιδράσει»; Μια ολόκληρη Ελλάδα είχε υποστεί εξάρτηση εκ της
συλλογικής τηλοψίας, με αποτέλεσμα η μια συντεχνία να βρίζει την άλλη
αντί να την υπερασπιστεί. Πόσοι άραγε στήριξαν στις πρόσφατες εκλογές,
τους έντιμους που παραιτήθηκαν μετά την πιρουέτα του δημοψηφίσματος; Ο
«σοφός» λαός αποφάσισε πως ο Καμένος με τις γονυκλισίες του, είναι
χρησιμότερος της Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία κατήγγελλε το χρέος ως
επαχθές και παράνομο στο Κοινοβούλιο. Τώρα είναι καιρός για αυτοκριτική
και αν βγούμε ωφελημένοι, τότε ραντεβού στα όπου γης πεζοδρόμια.
-Μία σαθρή κοινωνία όπως η
φανταστική Βαλεριάνα, εντός της οποίας περιγράφετε με σατυρικό τρόπο
την εποχή μας, μπορεί να αλλάξει; Ή θα επικρατεί το γνωστό «ο κόσμος δε
θα αλλάξει ποτέ» όπως λέει ο Κεμάλ, του Γκάτσου και του Χατζιδάκι;
Γ.Χ.: Το 2002 πήγα στην Θεσσαλονίκη για
να συμμετάσχω στο συλλαλητήριο της αντιπαγκοσμιοποίησης, με αφορμή τη
Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τότε πραγματοποιείτο στη
Χαλκιδική. Οι μέρες ήταν γεμάτες με ομιλίες σε διάφορους χώρους και
θέατρα. Στο Βασιλικό Θέατρο πραγματοποιήθηκε μια εξαιρετική συνάντηση με
ξένους και Έλληνες ομιλητές. Τότε ένας συμπατριώτης μας συνδικαλιστής
ρώτησε κάποιον σημαίνοντα Ιταλό ακτιβιστή το εξής: «Οι διανοούμενοι στη
χώρα μας δεν μας ακολουθούν. Πως γίνεται να ξεσηκωθεί η διανόηση ώστε να
φωτίσει το δρόμο μας;». Ο Ιταλός τον κοίταξε χαμογελώντας και του
απάντησε με νόημα: «Όταν οι εργαζόμενοι γίνετε οι ίδιοι διανοούμενοι και
δεν τους έχετε ανάγκη». Στην ουσία τους είπε, πάψτε να θέλετε σωτήρες
και αρχηγούς. Όταν λοιπόν συμβεί αυτό… η Βαλεριάνα θα γίνει Πόλη και όχι
πόλη.
-Τον Αύγουστο κάνει πρεμιέρα το θεατρικό σας έργο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Διαβάζω ότι θα παιχτεί σε πολλά φεστιβάλ και πόλεις.
Γ.Χ.: Ναι και εύχομαι να πάει καλά! Το
έργο γράφτηκε το 2015. Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός κ. Γιάννης Μόρτζος μου
ζήτησε να γράψω ένα έργο γύρω από τον Βενιζέλο, καθότι αποτελούσε όνειρό
του από χρόνια, να ανεβάσει αυτή την ιστορική προσωπικότητα. Του άρεσε
το έργο και χαίρομαι που σε λίγο καιρό θα πραγματωθεί επί σκηνής. Βέβαια
οφείλω να πω, ότι ως προσωπικότητα ο Βενιζέλος είχε θετικά και
αρνητικά. Οπότε στο έργο έχω καταγράψει τις επιτυχίες αλλά και τα λάθη
του, όπως το αντικομουνιστικό του μένος με το ιδιώνυμο, η εκστρατεία
στην Ουκρανία και άλλα. Πιστεύω ότι η ικανότητα και η «Κουνική» παιδεία
του κ. Μόρτζου θα μας προσφέρει μια θεατρική απόλαυση!
-Άλλη δραστηριότητά σας να αναμένουμε σύντομα;
Γ.Χ.: Ένα νέο θεατρικό «Το αιώνιο
ζευγάρι» στο οποίο θα συμμετέχουν δύο ηθοποιοί, η Νταίζη Σεμπεκοπούλου
κι ένας άνδρας με τον οποίο είμαστε ακόμη στις συζητήσεις γι’ αυτό και
δεν τον αναφέρω, καθώς και ο χορευτής Αντώνης Λιβερόπουλος που ήδη
προθερμαίνεται. [γελά]. Επίσης δύο παιδικά παραμύθια, το πρώτο θα
κυκλοφορήσει απ΄ το Καλειδοσκόπιο εντός λίγων ημερών και το άλλο τον
Δεκέμβριο. Πρόσφατα έγραψα το σενάριο για ένα ντοκιμαντέρ, το οποίο θα
παιχτεί το 2017.
-Τελικά τι είστε; Θεατρικός συγγραφέας, λογοτέχνης, δημοσιογράφος, ποιητής, στιχουργός ή ραδιοφωνικός παραγωγός;
Γ.Χ.: Με εξαίρεση το ραδιόφωνο, όλα τα άλλα είναι προϊόντα της γραφής.
-Κλείστε όπως εσείς επιθυμείτε
Γ.Χ.: Σας ευχαριστώ θερμά για τη
φιλοξενία και θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου, στον ιστορικό
εκδοτικό οίκο «Άγκυρα» που με εμπιστεύεται εδώ και χρόνια, κυρίως όμως,
στην εκδότρια και μουσικό Αναστασία Παπαδημητρίου που τον διευθύνει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας !