Ιστορίες που ενώνονται σαν τα κομμάτια ενός παζλ. Ασπρόμαυρες
εικόνες από τη δεκαετία του 1960 ξεπηδούν μέσα από τις σελίδες ενός
βιβλίου. Ο «Γραφικός χαρακτήρας», το νέο βιβλίο του Νίκου
Παναγιωτόπουλου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, αποτελεί μία
συλλογή 67 μικρών ιστοριών, που αποδεικνύουν ότι το παρελθόν μπορεί να
επανέλθει στο σήμερα, άλλοτε μέσω μίας ανάμνησης κι άλλοτε μέσω της
φαντασίας. Ο συγγραφέας Νίκος Παναγιωτόπουλος μιλά στο artinews.gr για το νέο του βιβλίο, το Νόμπελ λογοτεχνίας, τα επόμενα σχέδιά του κ.ά.
-Τι σας ώθησε να γράψετε το βιβλίο «Γραφικός χαρακτήρας»;
Ν.Π.: O Γραφικός Χαρακτήρας γεννήθηκε απροσδόκητα μια μέρα όταν, ανάμεσα στα dvd με ταινίες που χρησιμοποιώ για το μάθημα σεναρίου, ανακάλυψα το dvd με τη στεφανιογραφία της μάνας μου, ενθύμιο μιας έκτακτης καλοκαιρινής επίσκεψης στο «Αλεξάνδρα». Κράτησα μια σημείωση, 77 μόλις λεξούλες, που εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον έμοιαζε περισσότερο με ημερολογιακή καταγραφή παρά με οτιδήποτε άλλο. Περιέργως, όμως, της έδωσα και τίτλο: «Σουβενίρ». Τις αμέσως επόμενες μέρες, το παραπονεμένο βλέμμα του πατέρα μου από μια νεανική ασπρόμαυρη φωτογραφία του, στρατηγικά τοποθετημένη στον απέναντι τοίχο του γραφείου μου, ξύπνησε πανάρχαιες άλυτες ενοχές. Έγραψα μια αντίστοιχη σημείωση, λίγο μεγαλύτερη ετούτη τη φορά (124 λέξεις), αφιερωμένη στον «Βηματοδότη» του, για να μη μου γκρινιάζει ότι τον ρίχνω.
Ξαναδιαβάζοντάς τες, αρκετό καιρό αργότερα, συνειδητοποίησα πως θα μπορούσαν κάλλιστα να διαβαστούν και από άλλους – κατ’ αρχήν εκείνους που ασπάζονται την πεποίθηση ότι, στη λογοτεχνία τουλάχιστον, δεν είναι το μέγεθος που μετράει. Είχα βρει μια φόρμα –εννοώ το μέγεθος και το ύφος– που μπορούσε να αναμετρηθεί με αυτό το υλικό. Οπότε, άνοιξα το άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες, έχοντας συνείδηση ότι μπορεί και να ανοίγω τον ασκό του Αιόλου…
-Ο τίτλος του βιβλίου πώς προέκυψε;
Ν.Π.: O τίτλος του βιβλίου είναι και ο τίτλος της τελευταίας από τις 67 ιστορίες που περιέχονται σε αυτό. Η ιστοριούλα αναφέρεται στον υπέροχο γραφικό χαρακτήρα του πατέρα μου. Απ’ την άλλη, ο χαρακτήρας του πατέρα κυριαρχεί αναπόφευκτα στο βιβλίο, μιας και η σχέση μας πέρασε από σαράντα κύματα. Ήταν φυσικό κι επόμενο να χρησιμοποιήσω αυτό τον αμφίσημο τίτλο ως τίτλο της συλλογής.
-Οι ιστορίες ενώνονται μεταξύ τους σαν τα κομμάτια ενός παζλ. Με βάση πoιο κριτήριο επιλέξατε να αφηγηθείτε αυτές τις ιστορίες;
Ν.Π.: Καθώς ο στόχος δεν ήταν απλώς το να αφηγηθώ τη ζωή μου, επέλεξα εκείνες τις ιστορίες μου που, με την κατάλληλη διαχείριση, θα επέτρεπαν στον αναγνώστη να κάνει την αναγωγή στη δική του ζωή. Όπως ίσως φαντάζεστε το υλικό ήταν άφθονο. Υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να φλυαρήσω – πράγμα που σημαίνει, να παρασυρθώ από το προσωπικό που, όμως, δεν έχει να πει τίποτε σε κανέναν άλλο. Επέλεξα εντέλει τις ιστορίες μου που πίστεψα πως άξιζε να διαβαστούν, αφού θα είχαν κάτι να πουν σε τρίτους. Και τις οργάνωσα τελικά σε χρονολογική, σχεδόν, σειρά, έτσι ώστε να δίνουν την ψευδαίσθηση της αποσπασματικής αυτοβιογραφίας.
-Γράφετε στον επίλογο του βιβλίου ότι αυτές οι ιστορίες είναι αληθινές και ότι τις θυμάστε όπως τις περιγράψατε. Η μνήμη προδίδει ενίοτε;
Ν.Π.: Νομίζω πως όσα θυμόμαστε είναι τόσο αληθινά όσο κι αυτά που ζούμε. Η μνήμη είναι ζωτικό κομμάτι του παρόντος. Όσα ζούμε φωτίζονται από τον φακό της μνήμης. Ο Τ.Σ. Έλιοτ το διατύπωσε υπέροχα (κλέβοντάς το από τον Σκυθίνο) πως παρόν και παρελθόν εμπεριέχονται στο μέλλον. Ακόμα κι όταν η μνήμη μάς «προδίδει», αυτό γίνεται για κάποιο λόγο …διαφωτιστικό. Ένας ψυχαναλυτής θα είχε σίγουρα να πει πολλά επί του θέματος!
-Ποιο είναι το στοίχημα που θέτει ένας συγγραφέας με τον εαυτό του γράφοντας μικροϊστορίες;
Ν.Π.: Το στοίχημα είναι η συμπύκνωση και η εκρηκτικότητα. Ο παραμερισμός του περιττού και η εστίαση στην ουσία. Η διαδικασία αυτή είναι μακρά και επίπονη όσο κι αν ξεγελάει το τελικό αποτέλεσμα. Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι στην τόσο μικρή φόρμα ο συγγραφέας δεν έχει πουθενά να κρυφτεί – ο όγκος του υλικού δεν του το επιτρέπει.
-«Όσο πιο βαθύ το παρελθόν τόσο μεγαλώνει κι η ανάγκη να κρατήσεις ζωντανά κομμάτια και θρύψαλα» αναφέρετε σε μία ιστορία. Τα βιώματα καθορίζουν τη μετέπειτα πορεία ενός ανθρώπου ή οι επιλογές του;
Ν.Π.: Μα τα βιώματά μας δεν είναι αποτέλεσμα και των επιλογών μας;
-Ο Καμί είχε πει κάποτε «Αυτοί που γράφουν ξεκάθαρα έχουν αναγνώστες. Αυτοί που γράφουν δυσνόητα έχουν σχολιαστές». Ποια η άποψή σας;
Ν.Π.: Όπως κάθε ευφυής και κομψή διατύπωση, έτσι κι αυτή του Καμί, στην οποία αναφέρεστε, συμπυκνώνει εύστοχα μια συζήτηση, ενώ, ταυτοχρόνως δίνει το περιθώριο για εποικοδομητικό στοχασμό. Εκείνος που έχει κάτι να πει δεν έχει λόγο να μην το κάνει ξεκάθαρα. Όσοι απλώς θέλουν να μιλήσουν σκεπάζουν τις αμήχανες προθέσεις τους κάτω από την πόζα και την επιτήδευση.
-Ποια είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση για έναν συγγραφέα;
Ν.Π.: Να διαβάζεται, φυσικά.
-Και ο μεγαλύτερός του φόβος;
Ν.Π.: Να μη διαβάζεται – τι άλλο;
-Έχετε γράψει σενάρια για τηλεοπτικές εκπομπές, ενώ ασχολείστε και με τον κινηματογράφο. Τι σας εξιτάρει περισσότερο;
Ν.Π.: Τα σενάρια είναι κείμενα που θα χρησιμοποιηθούν (και θα ερμηνευτούν) από πολλούς άλλους προκειμένου να υλοποιηθεί μια ταινία ή μια τηλεοπτική σειρά. Σ’ αυτή τη διαδικασία υφίστανται αλλοιώσεις, μετατροπές, βελτιώσεις… Το τελικό προϊόν είναι αποτέλεσμα ομαδικής δουλειάς και πολύ συχνά φέρει τα τραύματα της «ακριβής» επεξεργασίας του κατά τη διάρκεια της παραγωγής.
Στο λογοτεχνικό κείμενο, αντιθέτως, δεν επεμβαίνει κανείς. Αυτό που διαβάζει ο αναγνώστης είναι αυτό που έγραψε ο συγγραφέας. Καθώς δεν υπάρχει σχεδόν κανένας περιορισμός, για τον συγγραφέα η λογοτεχνία είναι η χώρα της απόλυτης ελευθερίας. Μετά απ’ αυτό είναι νομίζω περιττό να σας πω τι με εξιτάρει περισσότερο.
-Ιδιαίτερο θέμα σχολιασμού των τελευταίων ημερών είναι το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2016, που απονεμήθηκε στο Μπομπ Ντίλαν, με τις απόψεις της κοινής γνώμης να διίστανται. Εσείς τι πιστεύετε ειδικά για το θέμα και γενικά για τον θεσμό των Νόμπελ;
Ν.Π.: Ο Μπομπ Ντίλαν είναι ένας σπουδαίος ποιητής. Το ότι είναι ταυτοχρόνως και σπουδαίος μουσικός δεν μειώνει σε τίποτε την αξία της ποίησής του – ίσα ίσα, της επιτρέπει να ταξιδέψει ευκολότερα. Η συζήτηση που ακολούθησε τη βράβευσή του είναι μια καλή αφορμή για να τον ξαναδιαβάσουμε και να τον ξανακούσουμε όσοι τον γνωρίζαμε και για να τον ανακαλύψουν οι υπόλοιποι. Αυτή είναι και η μοναδική αξία των βραβείων, που κατά τα άλλα αποτελούν, συνήθως, προϊόν καραμπόλας.
-Κλείνοντας, ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Ν.Π.: Ετοιμάζω ένα βιβλίο για παιδιά που θα εκδοθεί του χρόνου. Επίσης, έχω στα σκαριά, εδώ και χρόνια, ένα μυθιστόρημα κι ένα θεατρικό έργο που, για κάποιο λόγο, δεν λένε να τελειώσουν. Ταυτοχρόνως, δουλεύω πάνω σε δύο σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες. Από σχέδια, όπως βλέπετε, άλλο τίποτε. Δυστυχώς, η σκληρή πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι, είναι εκείνη που θα αποφασίσει πότε και ποια απ’ αυτά θα υλοποιηθούν.
-Τι σας ώθησε να γράψετε το βιβλίο «Γραφικός χαρακτήρας»;
Ν.Π.: O Γραφικός Χαρακτήρας γεννήθηκε απροσδόκητα μια μέρα όταν, ανάμεσα στα dvd με ταινίες που χρησιμοποιώ για το μάθημα σεναρίου, ανακάλυψα το dvd με τη στεφανιογραφία της μάνας μου, ενθύμιο μιας έκτακτης καλοκαιρινής επίσκεψης στο «Αλεξάνδρα». Κράτησα μια σημείωση, 77 μόλις λεξούλες, που εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον έμοιαζε περισσότερο με ημερολογιακή καταγραφή παρά με οτιδήποτε άλλο. Περιέργως, όμως, της έδωσα και τίτλο: «Σουβενίρ». Τις αμέσως επόμενες μέρες, το παραπονεμένο βλέμμα του πατέρα μου από μια νεανική ασπρόμαυρη φωτογραφία του, στρατηγικά τοποθετημένη στον απέναντι τοίχο του γραφείου μου, ξύπνησε πανάρχαιες άλυτες ενοχές. Έγραψα μια αντίστοιχη σημείωση, λίγο μεγαλύτερη ετούτη τη φορά (124 λέξεις), αφιερωμένη στον «Βηματοδότη» του, για να μη μου γκρινιάζει ότι τον ρίχνω.
Ξαναδιαβάζοντάς τες, αρκετό καιρό αργότερα, συνειδητοποίησα πως θα μπορούσαν κάλλιστα να διαβαστούν και από άλλους – κατ’ αρχήν εκείνους που ασπάζονται την πεποίθηση ότι, στη λογοτεχνία τουλάχιστον, δεν είναι το μέγεθος που μετράει. Είχα βρει μια φόρμα –εννοώ το μέγεθος και το ύφος– που μπορούσε να αναμετρηθεί με αυτό το υλικό. Οπότε, άνοιξα το άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες, έχοντας συνείδηση ότι μπορεί και να ανοίγω τον ασκό του Αιόλου…
-Ο τίτλος του βιβλίου πώς προέκυψε;
Ν.Π.: O τίτλος του βιβλίου είναι και ο τίτλος της τελευταίας από τις 67 ιστορίες που περιέχονται σε αυτό. Η ιστοριούλα αναφέρεται στον υπέροχο γραφικό χαρακτήρα του πατέρα μου. Απ’ την άλλη, ο χαρακτήρας του πατέρα κυριαρχεί αναπόφευκτα στο βιβλίο, μιας και η σχέση μας πέρασε από σαράντα κύματα. Ήταν φυσικό κι επόμενο να χρησιμοποιήσω αυτό τον αμφίσημο τίτλο ως τίτλο της συλλογής.
-Οι ιστορίες ενώνονται μεταξύ τους σαν τα κομμάτια ενός παζλ. Με βάση πoιο κριτήριο επιλέξατε να αφηγηθείτε αυτές τις ιστορίες;
Ν.Π.: Καθώς ο στόχος δεν ήταν απλώς το να αφηγηθώ τη ζωή μου, επέλεξα εκείνες τις ιστορίες μου που, με την κατάλληλη διαχείριση, θα επέτρεπαν στον αναγνώστη να κάνει την αναγωγή στη δική του ζωή. Όπως ίσως φαντάζεστε το υλικό ήταν άφθονο. Υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να φλυαρήσω – πράγμα που σημαίνει, να παρασυρθώ από το προσωπικό που, όμως, δεν έχει να πει τίποτε σε κανέναν άλλο. Επέλεξα εντέλει τις ιστορίες μου που πίστεψα πως άξιζε να διαβαστούν, αφού θα είχαν κάτι να πουν σε τρίτους. Και τις οργάνωσα τελικά σε χρονολογική, σχεδόν, σειρά, έτσι ώστε να δίνουν την ψευδαίσθηση της αποσπασματικής αυτοβιογραφίας.
-Γράφετε στον επίλογο του βιβλίου ότι αυτές οι ιστορίες είναι αληθινές και ότι τις θυμάστε όπως τις περιγράψατε. Η μνήμη προδίδει ενίοτε;
Ν.Π.: Νομίζω πως όσα θυμόμαστε είναι τόσο αληθινά όσο κι αυτά που ζούμε. Η μνήμη είναι ζωτικό κομμάτι του παρόντος. Όσα ζούμε φωτίζονται από τον φακό της μνήμης. Ο Τ.Σ. Έλιοτ το διατύπωσε υπέροχα (κλέβοντάς το από τον Σκυθίνο) πως παρόν και παρελθόν εμπεριέχονται στο μέλλον. Ακόμα κι όταν η μνήμη μάς «προδίδει», αυτό γίνεται για κάποιο λόγο …διαφωτιστικό. Ένας ψυχαναλυτής θα είχε σίγουρα να πει πολλά επί του θέματος!
-Ποιο είναι το στοίχημα που θέτει ένας συγγραφέας με τον εαυτό του γράφοντας μικροϊστορίες;
Ν.Π.: Το στοίχημα είναι η συμπύκνωση και η εκρηκτικότητα. Ο παραμερισμός του περιττού και η εστίαση στην ουσία. Η διαδικασία αυτή είναι μακρά και επίπονη όσο κι αν ξεγελάει το τελικό αποτέλεσμα. Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι στην τόσο μικρή φόρμα ο συγγραφέας δεν έχει πουθενά να κρυφτεί – ο όγκος του υλικού δεν του το επιτρέπει.
-«Όσο πιο βαθύ το παρελθόν τόσο μεγαλώνει κι η ανάγκη να κρατήσεις ζωντανά κομμάτια και θρύψαλα» αναφέρετε σε μία ιστορία. Τα βιώματα καθορίζουν τη μετέπειτα πορεία ενός ανθρώπου ή οι επιλογές του;
Ν.Π.: Μα τα βιώματά μας δεν είναι αποτέλεσμα και των επιλογών μας;
-Ο Καμί είχε πει κάποτε «Αυτοί που γράφουν ξεκάθαρα έχουν αναγνώστες. Αυτοί που γράφουν δυσνόητα έχουν σχολιαστές». Ποια η άποψή σας;
Ν.Π.: Όπως κάθε ευφυής και κομψή διατύπωση, έτσι κι αυτή του Καμί, στην οποία αναφέρεστε, συμπυκνώνει εύστοχα μια συζήτηση, ενώ, ταυτοχρόνως δίνει το περιθώριο για εποικοδομητικό στοχασμό. Εκείνος που έχει κάτι να πει δεν έχει λόγο να μην το κάνει ξεκάθαρα. Όσοι απλώς θέλουν να μιλήσουν σκεπάζουν τις αμήχανες προθέσεις τους κάτω από την πόζα και την επιτήδευση.
-Ποια είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση για έναν συγγραφέα;
Ν.Π.: Να διαβάζεται, φυσικά.
-Και ο μεγαλύτερός του φόβος;
Ν.Π.: Να μη διαβάζεται – τι άλλο;
-Έχετε γράψει σενάρια για τηλεοπτικές εκπομπές, ενώ ασχολείστε και με τον κινηματογράφο. Τι σας εξιτάρει περισσότερο;
Ν.Π.: Τα σενάρια είναι κείμενα που θα χρησιμοποιηθούν (και θα ερμηνευτούν) από πολλούς άλλους προκειμένου να υλοποιηθεί μια ταινία ή μια τηλεοπτική σειρά. Σ’ αυτή τη διαδικασία υφίστανται αλλοιώσεις, μετατροπές, βελτιώσεις… Το τελικό προϊόν είναι αποτέλεσμα ομαδικής δουλειάς και πολύ συχνά φέρει τα τραύματα της «ακριβής» επεξεργασίας του κατά τη διάρκεια της παραγωγής.
Στο λογοτεχνικό κείμενο, αντιθέτως, δεν επεμβαίνει κανείς. Αυτό που διαβάζει ο αναγνώστης είναι αυτό που έγραψε ο συγγραφέας. Καθώς δεν υπάρχει σχεδόν κανένας περιορισμός, για τον συγγραφέα η λογοτεχνία είναι η χώρα της απόλυτης ελευθερίας. Μετά απ’ αυτό είναι νομίζω περιττό να σας πω τι με εξιτάρει περισσότερο.
-Ιδιαίτερο θέμα σχολιασμού των τελευταίων ημερών είναι το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2016, που απονεμήθηκε στο Μπομπ Ντίλαν, με τις απόψεις της κοινής γνώμης να διίστανται. Εσείς τι πιστεύετε ειδικά για το θέμα και γενικά για τον θεσμό των Νόμπελ;
Ν.Π.: Ο Μπομπ Ντίλαν είναι ένας σπουδαίος ποιητής. Το ότι είναι ταυτοχρόνως και σπουδαίος μουσικός δεν μειώνει σε τίποτε την αξία της ποίησής του – ίσα ίσα, της επιτρέπει να ταξιδέψει ευκολότερα. Η συζήτηση που ακολούθησε τη βράβευσή του είναι μια καλή αφορμή για να τον ξαναδιαβάσουμε και να τον ξανακούσουμε όσοι τον γνωρίζαμε και για να τον ανακαλύψουν οι υπόλοιποι. Αυτή είναι και η μοναδική αξία των βραβείων, που κατά τα άλλα αποτελούν, συνήθως, προϊόν καραμπόλας.
-Κλείνοντας, ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Ν.Π.: Ετοιμάζω ένα βιβλίο για παιδιά που θα εκδοθεί του χρόνου. Επίσης, έχω στα σκαριά, εδώ και χρόνια, ένα μυθιστόρημα κι ένα θεατρικό έργο που, για κάποιο λόγο, δεν λένε να τελειώσουν. Ταυτοχρόνως, δουλεύω πάνω σε δύο σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες. Από σχέδια, όπως βλέπετε, άλλο τίποτε. Δυστυχώς, η σκληρή πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι, είναι εκείνη που θα αποφασίσει πότε και ποια απ’ αυτά θα υλοποιηθούν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας !