Γιώργος Κουρουπός: «Είναι γεγονός ότι ακόμα κι όταν υπάρχει σημαντικό έργο δε φτάνει εύκολα σε έναν ακροατή…»

Αν κάποιος ανατρέξει στον κατάλογο των ονομάτων των συνθετών σύγχρονης μουσικής, που έχουν προσφέρει σημαντικό έργο σε διεθνές επίπεδο αλλά και στην Ελλάδα, είναι σίγουρο ότι θα συναντήσει το όνομα του Γιώργου Κουρουπού.Γεννημένος το 1942 στην Αθήνα, ο συνθέτης Γιώργος Κουρουπός, από την αρχή της καλλιτεχνικής του πορείας, έχει χαρίσει στο κοινό του έργα, που έχουν αντέξει στο χρόνο,  δείχνοντας πάντα μία ευαισθησία, μία συνέπεια και μία αφοσίωση προς την τέχνη αλλά και στους αποδέκτες της. Μία αφοσίωση που αποτυπώνεται μέσω της απήχησης του έργου του αλλά και των διακρίσεών του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Πριν από μερικούς μήνες, με αφορμή τα είκοσι χρόνια από το θάνατο του Νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, από τις Εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφόρησε η ανθολογία «Ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! του Οδυσσέα Ελύτη» με τη μουσική του Γιώργου Κουρουπού, σε επιμέλεια Ιουλίτας Ηλιοπούλου και Μαρίας Ζουράρη. Σε αυτή την ανθολογία, ο συνθέτης μέσω της μουσικής του καταφέρνει με επιτυχία και μαεστρία να δώσει φωνή σε αυτό το αναγνωστικό ταξίδι στο έργο του ποιητή, αποδίδοντας τη ζωντάνια του λόγου του, ενώ ταυτόχρονα, αφηγείται την ιστορία του  Ελύτη σαν ένα παραμύθι, για τις προηγούμενες και τις επόμενες γενιές, για όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίζουν προσωπικά και για όσους θα τον γνωρίσουν μέσω του έργου του.
Με αφορμή την έκδοση αυτής της εξαιρετικά σημαντικής ανθολογίας, που δημιουργεί ένα νέο ιδιαίτερο λυρικό πορτραίτο του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, συναντήσαμε το Γιώργο Κουρουπό και συνομιλήσαμε μαζί του για το έργο του Ελύτη, τη δική του οπτική πάνω σε αυτό, τη καλλιτεχνική δημιουργία, την τέχνη και την παιδεία, που αποτελεί το μόνο τρόπο αντίστασης ενάντια στην κρίση.

-Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε η ανθολογία «Ο Κόσμος ο μικρός, ο μέγας του Οδυσσέα Ελύτη», σε μουσική δική σας. Ποια η προσέγγιση στα πεζά και τα ποιήματα αυτής της συλλογής;
Γ.Κ.: Εδώ θέτετε ένα περίπλοκο πρόβλημα, το οποίο αφορά γενικότερα τη σχέση της μουσικής με την ποίηση. Ο καθένας έχει τον τρόπο του φυσικά και δε μπορεί να δώσει μία συνταγή για το πώς γίνεται αυτή η απόπειρα συγχώνευσης δύο διαφορετικών τεχνών. Εγώ προσωπικά έχω να πω το εξής σε σχέση με την ποίηση του Ελύτη ειδικότερα. Είναι μία ποίηση εξαιρετικά πυκνή σε νοήματα και σε λογοτεχνικά αφομοιωμένα, παραδοσιακά σχήματα. Ξέρει δηλαδή να εκμεταλλεύεται όλο το παρελθόν της γλώσσας και όλων των σταδίων μέσα από τα οποία πέρασε αυτή η γλώσσα. Είναι δηλαδή τελικά, ένα κείμενο το οποίο έχει μια πολυσημία, η οποία πηγάζει, όχι μόνο κάθε φορά από την επιλογή της λέξης, της φράσης ή ο,τιδήποτε άλλο, αλλά από πάρα πολλά άλλα που δημιουργούν διάφορους ερεθισμούς, διάφορες ενέργειες, δηλαδή καταρχήν, το πώς συνδυάζει τις λέξεις μεταξύ τους  αφενός και αφετέρου η χρήση λέξεων και  εκφράσεων που είναι από διαφορετικές εποχές, όλα αυτά δημιουργούν καινούρια σημαινόμενα. Έτσι λοιπόν, όταν πρόκειται να διαβάσεις ένα τέτοιο ποίημα, διότι όταν διαβάζεις ένα ποίημα του Ελύτη έχεις φυσικά μια άμεση αντίληψη κάποιων πραγμάτων, και μετά όταν αρχίζεις και το ψάχνεις βλέπεις ότι υπάρχουν πολλά κρυμμένα νοήματα διαφορετικά ή παράλληλα. Και υπ’ αυτή την έννοια αυτόν το πλούτο των νοημάτων, πρέπει κάπως, με κάποιο τρόπο να τον αφομοιώσεις και να μπορέσεις να τον δεις και μουσικά αν είναι και τι μπορεί να σου δώσει.

-Και η μουσική κατά ποιο τρόπο μπορεί να υπηρετήσει το λόγο;
Γ.Κ.: Υπό αυτή την έννοια, εγώ προσωπικά επειδή ακριβώς δεν είμαι ένας λαϊκός βάρδος, είμαι ένας συνθέτης, ο οποίος εν πάση περιπτώσει έχει ασχοληθεί με την έντεχνη μουσική και επικαλούμαι κι εγώ όλες τις εποχές της μουσικής μου και όλες τις εποχές της μουσικής, προκειμένου να μπορέσω να βγάλω μια αντιστοιχία πολυσημιακή, η οποία ωστόσο υπηρετεί απόλυτα το λόγο. Και όταν λέμε το λόγο να υπηρετεί όχι μόνο την ορθοφωνία της φράσης και της λέξης, αλλά ακόμη και τη μουσική που εμπεριέχει μία φράση, γιατί ο Ελύτης είναι ένας πολύ μουσικός ποιητής. Γράφει δηλαδή με ένα τρόπο που υπάρχει εγγενώς μία μελωδία και ένας ρυθμός, οπότε πρέπει και αυτά να τα συλλάβεις και να μπορέσεις όλο αυτό το πράγμα, αφενός το σημειολογικό  βάρος της ποίησης και αφετέρου όλη αυτή την κομψότητα, τον πλούτο του τρόπου με το οποίο το κάνει, δηλαδή την τέχνη, την τεχνική, μέσα από την οποία γίνονται αυτά τα πράγματα, να μπορέσεις να κάνεις κάτι ανάλογο. Δεν είναι εύκολο και υπό αυτή την έννοια δεν ξέρω πότε το πετυχαίνω και πότε δεν το πετυχαίνω. Υπάρχουν στιγμές που ο ίδιος αισθάνομαι ευτυχής για κάτι και συνήθως αυτές επιλέγω να παρουσιάσω στον κόσμο. Αλλιώτικα δεν προχωρώ.

-Ακούγοντας τους δύο δίσκους σας, αντιλαμβάνομαι μία νέα αφήγηση τόσο για την ποίηση του Ελύτη, όσο και για τη ζωή του και τα βιώματά του, όπως υπάρχουν και μέσα στην ποίησή του. Συνειδητή επιλογή;
Γ.Κ.: Θα σας πω πώς προκύπτει αυτό, ειδικά για αυτό το βιβλίο που συνοδεύεται από τα δύο cds. Καταρχήν, η ενασχόλησή μου με την ποίηση του Ελύτη είναι αρκετά παλιά. Δηλαδή, αρχίζει από το 1990. Θα είδατε ίσως μέσα στο σημείωμα, από τότε που ο Μάνος Χατζιδάκις με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, θέλησε να παραγγείλει ένα έργο. Μόλις ξεκινούσε η Ορχήστρα των Χρωμάτων και ήθελε να έχει νέα έργα και κάπως έτσι ξεκίνησα να ασχολούμαι με το «Μικρό Ναυτίλο» τότε. Αργότερα ασχολήθηκα με ένα ποίημα από τα Ελεγεία κ.ο.κ, και μετά ασχoλήθηκα πάρα πολύ με μεμονωμένα τραγούδια , εξαιτίας μίας τουρνέ που κάναμε με την Ιουλίτα Ηλιοπούλου και το Σπύρο Σακκά σε όλο τον κόσμο και κυρίως σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι , κατά κάποιο τρόπο λίγο λίγο, αυτού του είδους η προσέγγισή μου βελτιώθηκε και εμπλουτίστηκε με όλο το προηγούμενο της κάθε φοράς, του κάθε σταδίου. Φτάσαμε σε ένα σημείο που είχε μαζευτεί πολύ υλικό από τραγούδια και πολλά άλλα πράγματα. Είχα κάνει και το «Μονόγραμμα», το έκανα συμφωνικό ποίημα και κυκλοφόρησε περίπου το 2004.Είναι ένα μεγάλο, σημαντικό έργο με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, που είναι πραγματικά ολόκληρο. Είναι ένα εκπληκτικό ποίημα το «Μονόγραμμα». Άρα, τούτο εδώ προέκυψε από όλη αυτή την ενασχόληση των πολλών ετών, όταν είπαμε με την Ιουλίτα το 2011, να κάνουμε ένα αφιέρωμα στον Ελύτη, που ήταν πάλι μία επετειακή χρονιά, που αυτή τη φορά να είχε και κάτι από την πορεία, τη ζωή του Ελύτη, να μπορούσε να είναι μία σύνοψη ζωής. Και αυτή η σύνοψη δινόταν μέσα από συγκεκριμένες επιλογές κειμένων και μελοποιημένων κειμένων που είχα φτιάξει εγώ, έτσι ώστε όλο αυτό να αποτελεί συγχρόνως και ένα μουσικό βιογραφικό του ποιητή. Αυτή ήταν η αιτία. Δηλαδή, αυτό εν τέλει είναι κάτι που προκύπτει πάλι από μία συνεργασία, που είχε βάση μια συναυλία, μία εκδήλωση μέσα στο Μέγαρο και με πάρα πολύ κόσμο. Γι’ αυτό το βιβλίο έχει αυτή τη λογική, εμπλουτίστηκε ακόμα με την εικόνα και τις ζωγραφιές του κι έτσι όλο μαζί κάνει πραγματικά μία αληθινή ανθολογία, η οποία έχει αρχή και τέλος και όντως δίνει μία πολύ ευαίσθητη εικόνα της ζωής και του έργου του Ελύτη.

-Ποια η διαφορά στην προσέγγιση του έργου του Ελύτη, που είχατε στο παρελθόν σε σχέση με την προσέγγισή σας σήμερα;
Γ.Κ.: Το πιο σημαντικό μουσικό έργο που στηρίχθηκε στον Ελύτη, μακράν από ο,τιδήποτε άλλο, είναι το «Άξιον εστί». Πρώτα από όλα η εποχή η ίδια ήταν τέτοια, που δικαιολογούσε με κάθε τρόπο τη σημασία ενός τέτοιου εγχειρήματος, όταν πρωτογράφτηκε από τον Θεοδωράκη. Ο Θεοδωράκης αντελήφθη αυτό που σας έλεγα προηγουμένως ότι υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα στην ποίηση του Ελύτη. Ο Ελύτης χρησιμοποιεί και διαφορετικά είδη και διαφορετικές γλώσσες ανάλογα με το τι ακριβώς θέλει να εκφράσει. Ο Θεοδωράκης κατάφερε πολύ έξυπνα να δει ότι υπάρχει ένα επίπεδο λαϊκής ποίησης, που θα μπορούσε να είναι ένα απλό τραγούδι και το έκανε απλό τραγούδι. Έκανε πολύ ωραία τραγούδια έτσι. Δηλαδή, ποίηση που θα μπορούσε να είναι στίχοι ενός τραγουδιού. Έτσι για παράδειγμα, το «Ένα το χελιδόνι» είναι ένας τέτοιος στίχος από τη φύση του. Και εκεί, πήρε την τεχνική και την αισθητική της λαϊκής μουσικής γλώσσας, ας το πούμε έτσι. Αλλού πάλι, που έβλεπε ότι τα κείμενα ήταν σαφώς εμπλουτισμένα από τη βυζαντινή παράδοση και τη βυζαντινή γλώσσα, τότε εκεί χρησιμοποίησε το βυζαντινό μέλος αν θυμάστε. Και σε άλλα, που ήταν πιο σύγχρονα, πιο προσωπικά, η γλώσσα του σήμερα, του Ελύτη, ένας στοχασμός πιο βαθύς, που πραγματικά αποδιδόταν με αυτή τη γλώσσα, εκεί επέλεξε και ο ίδιος μια πολύ πιο προσωπική του γλώσσα, που να στηρίζεται στην κλασική μουσική αυτή τη φορά και μάλιστα αν θέλετε τα ακούσματα αυτά στηρίζονται πιο πολύ στη μουσική του Stravinsky σε μεγάλο βαθμό, αυτά τα πιο έντεχνα μέρη. Άρα είχε καταλάβει πολύ καλά το διαφορετικό στυλ, τη διαφορετική αισθητική και τα διαφορετικά νοήματα που προσπαθεί κάθε φορά να εκμαιεύσει από την ποίησή του ο ίδιος ο ποιητής και κατ’ αναλογία ο μουσικός που θα ασχοληθεί μαζί του.

-Πόσο επίκαιρος είναι σήμερα ο μελοποιημένος Ελύτης για τις νέες γενιές;
Γ.Κ.: Θα έλεγα ότι ο Ελύτης είναι επίκαιρος ανεξαρτήτως της μελοποίησης ή όχι. Μην τον αδικούμε. Δηλαδή, δεν έχει κανένα λόγο να αναζητήσει οποιοδήποτε δεκανίκι και στην προκειμένη περίπτωση, όσοι το βλέπουν έτσι κακώς και για τον εαυτό τους και για τον Ελύτη. Στην πραγματικότητα, η ποίηση του Ελύτη είναι μία αυτόνομη ποίηση, εξαιρετικά δυνατή, που όσο και να τη διαβάζεις όσο και να την ακούς βγάζεις καινούρια νοήματα. Είναι τόσο πυκνή. Ποτέ δε μπορείς να πεις ότι έχεις εξαντλήσει τη σημασία και την κατανόηση της σημασίας του ποιητή. Από αυτή την άποψη, η μουσική παράγει ένα καινούριο έργο ή απλώς και μόνο λειτουργεί σαν μία αφορμή για να κάνει κάποιος ένα λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένο τραγούδι. Δεν είναι αυτό ακριβώς ο στόχος. Ο στόχος είναι αν πραγματικά θέλεις να υπηρετήσεις ουσιαστικά την ποίηση του Ελύτη, τότε  πρέπει να μπεις και να βραχείς πολύ βαθιά από αυτή την ποίηση. Πραγματικά, να πνιγείς μέσα από αυτή την ποίηση, να κολυμπήσεις και να μπορείς από εκεί να βγάλεις κάτι το οποίο να είναι ένα νέο έργο. Ένα μουσικό έργο πρέπει να είναι ένα νέο έργο. Ένα αληθινό νέο έργο, το οποίο να εμπεριέχει και την πλευρά του ποιητή και της ποίησής του, αλλά να εμπεριέχει και την προσωπική ματιά του δημιουργού, του μουσικού.
-Οπότε αυτή είναι και η μεγαλύτερη δυσκολία ενός δημιουργού στην προσέγγιση του έργου του Ελύτη.
Γ.Κ.: Κοιτάξτε, δεν είναι δύσκολο να κάνει κανείς ένα τραγουδάκι, απομονώνοντας κάποιους στίχους. Υπάρχουν πάρα πολλά στιχουργήματα του Ελύτη, που είναι χαριτωμένα, πολύ έξυπνα και οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει ένα τραγουδάκι λαϊκό. Όταν όμως διεισδύσεις στα νοήματα και την πιο έντεχνη και στοχαστική ποίηση του Ελύτη, εκεί πια όντως είναι δύσκολο. Πρέπει να βρεις έναν τρόπο. 

-Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης. Δύο σπουδαίοι ποιητές. Δύο νόμπελ. Άφταστοι για τις νέες γενιές ή η σύγχρονη εποχή δε γεννά πλέον τέτοιες μορφές;
Γ.Κ.: Είναι ένα δύσκολο ερώτημα αυτό που θέτετε τώρα και πραγματικά αγγίζει πια τα προβλήματα της κοινωνιολογικής ανάλυσης, διότι είναι γεγονός ότι η εποχή μας έχει όψεις οι οποίες είναι πολύ αρνητικές. Για παράδειγμα, ο έντονος λαϊκισμός, η άνοδος αυταρχικών τρόπων σκέψης και επιβολής της άποψης και της θέλησης του καθενός μας σε μεγάλο βαθμό και συνάμα μία απομάκρυνση από ό,τι αποτελούσε για τη δικιά μας παλαιότερη εποχή, για εμάς που είμαστε αρκετά μεγάλοι, αυτό που θα λέγαμε πνευματική αξία. Οι πνευματικές αξίες, γενικότερα, αυτές που τότε θεωρούσαμε σημαντικές ως πυξίδα για τη ζωή όλου του κόσμου, η πίστη προς αυτές αδυνατίζει. Δε μπορώ να κάνω τον προφήτη για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, αλλά αυτή τη στιγμή είναι γεγονός ότι ακόμα κι όταν υπάρχει σημαντικό έργο δε φτάνει εύκολα σε έναν ακροατή, θεατή, ό,τι άλλο θέλετε. Δηλαδή, είναι πολύ μεγαλύτερη η δυσκολία πρόσβασης τώρα πια και στην όποια περίπτωση δεν αποτελεί «είδηση», για τα πιο διαδεδομένα μέσα πληροφόρησης που υπάρχουν σήμερα. Κατά κάποιο τρόπο, παλαιότερα υπήρχαν έντυπα τα οποία αναμετέδιδαν πράγματα και ειδήσεις και δημιουργίες, οι οποίες μπορούσαν κάλλιστα να είναι εξαιρετικά δύσκολες κι όμως με αυτό τον τρόπο να γίνονται αντικείμενο τουλάχιστον μερικής –ας το πούμε έτσι- προσέγγισης, ενός μεγάλου μέρους του κοινού. Τώρα πια, αυτό αποφεύγεται. Λόγω ακριβώς της αμεσότητας του κέρδους, που μπορεί να αποκομίσει, κάποιος περιμένει περισσότερο την προβολή των πραγμάτων τα οποία είναι μέσα στην καθημερινότητα και λίγο πολύ ουσιαστικά δεν αποτελούν γεγονότα υψηλής πνευματικής δύναμης. Νομίζω σαφέστατα ότι στην περίοδο που ζούμε υπάρχουν πάρα πολλοί πνευματικοί άνθρωποι και πολύ ικανοί, οι οποίοι λειτουργούν, δουλεύουν και παρουσιάζουν έργο. Δεν ξέρω πόσοι τους γνωρίζουν πλέον. Κάποτε ήταν ένα γεγονός να γράφει κανείς ένα τέτοιο έργο. Τώρα πια δεν ξέρω αν είναι.

-Έχετε ξεχωρίσει κάποιους νέους μουσικούς;
Γ.Κ.: Υπάρχουν νέοι μουσικοί  για ‘μένα. Δε μιλάω για τραγουδοποιούς υποχρεωτικά. Πολύ καλοί μουσικοί είναι ο Σελαμσής, ο Γωγιός, η Δήμητρα Τρυπάνη, ο Αμπαζής κ.ά. Ξεχνώ τουλάχιστον τρεις, τέσσερις, πέντε ακόμη

-Όσον αφορά τα κριτήρια των Νόμπελ, θεωρείτε ότι είναι καθαρά λογοτεχνικά ή μεταβάλλονται ανάλογα με τις πολιτικές προσεγγίσεις της εποχής;
Γ.Κ.: Η απόδειξη είναι το τελευταίο βραβείο (σ.σ. Bob Dylan). Στην όποια περίπτωση δε θα πρέπει να είναι ερήμην στην εξέλιξη της κοινωνίας της εποχής. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το βραβείο, το οποίο τιμά έναν άνθρωπο ο οποίος αξίζει κάθε τιμής. Έχει γράψει πραγματικά ωραίους στίχους και πολύ ωραία τραγούδια. Και υπό αυτή την έννοια είναι ασφαλώς ένα προχώρημα της σκέψης ότι δεν είναι μειωτικό να ασχολείται κανείς με μία τέχνη, η οποία να είναι πιο άμεση και να φτάνει πολύ πιο εύκολα στον κόσμο. Είναι εξίσου σημαντικό με το να κάνει κανείς ένα έργο το οποίο είναι ιδιαίτερα πνευματικό και εν πάση περιπτώσει έχει ένα περιορισμένο, που μπορεί να το παρακολουθήσει. Δηλαδή, είναι μια χειρονομία λίγο πολύ αρκετά τολμηρή και στην όποια περίπτωση αποτυπώνει αυτό που λέγαμε προηγουμένως, ότι η κοινωνία πια ζει με διαφορετικά πρότυπα.

-Έχουμε μιλήσει ήδη για δύο σημαντικές προσωπικότητες του πολιτισμού, για το Σεφέρη και τον Ελύτη. Ένας από τους βασικούς σταθμούς στην πορεία σας ήταν και ο Μάνος Χατζιδάκις. Στο καλλιτεχνικό σας οικοδόμημα, ο Μάνος Χατζιδάκις σε ποιο όροφο βρίσκεται;
Γ.Κ.: Στον ψηλότερο. Στην πραγματικότητα για εμένα, ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος, με πολλές και διαφορετικές διαστάσεις. Δηλαδή, δεν είναι μόνο απλώς και μόνο ο μουσικός Μάνος Χατζιδάκις. Ο Χατζιδάκις ήταν μια εξαιρετικά ευαίσθητη προσωπικότητα. Ένας ευαίσθητος δέκτης, που πήρε όλα τα μηνύματα της εποχής του. Καθετί ενδιαφέρον το αφομοίωσε και το επανέφερε με το δικό του τρόπο. Και αυτό ήταν μία καινούρια δημιουργία. Πραγματικά πήρε τα πάντα που κυκλοφορούσαν γύρω του με κεραίες , ας πούμε, φοβερής ακρίβειας, γιατί ήξερε όλη αυτή τη διανόηση της εποχής του. Την ήξερε. Και τους ποιητές που λέτε κι όλα τ’ άλλα, το θέατρο, το σινεμά, ό,τι μπορούσε να διαβάζει κανείς. Ήταν βαλμένος μέσα στην πραγματική διανοητική δουλειά. Το ότι αυτός έκανε ένα πολύ πιο λαϊκό έργο ακριβώς αυτό είναι και το μεγαλείο του. Το ότι κατάφερε εμποτισμένος από όλα αυτά να βγάλει κάτι πολύ πιο αυθόρμητο και πολύ πιο σημαντικό. Κατ’ εμένα αν υπάρχει κάποιος που θα έπρεπε να πάρει νόμπελ ακριβώς για τα τραγούδια του, θα ήταν ο Χατζιδάκις. Αλλά εδώ στην προκειμένη περίπτωση δε λειτούργησε έτσι. Αφενός, γιατί δεν ήταν η εποχή να τον κρίνει κανείς με αυτή την έλλειψη ας το πούμε, ενός πουριτανισμού που θα μπορούσε να πει κανείς σε σχέση με το τραγούδι. Δεν ήταν η εποχή. Δεν είχαν ωριμάσει καθόλου. Τότε γινόταν μεγάλη φασαρία ανάμεσα στο τι είναι κλασική, στο τι είναι έντεχνη μουσική και τι δεν είναι έντεχνη μουσική. Τσακωνόμαστε και από το Τρίτο Πρόγραμμα. Το θέμα είναι ότι ο Χατζιδάκις, ευτυχώς για εμάς και δυστυχώς  για αυτόν, δεν έγραψε τραγούδια στα αγγλικά. Εδώ είναι προφανές ότι αυτό που παίζει ρόλο είναι το εξής: ότι η ταπεινή χώρα μας δεν έχει μία μεγάλη πρόσβαση σε χώρους που θα μπορούσε κάλλιστα.. Γιατί ο Σαββόπουλος δεν είναι ένας τραγουδιστής που θα μπορούσε να είναι διεθνής; Διεθνής με το παραπάνω δηλαδή. Γιατί έχει και μια εντελώς στοχαστική, φιλοσοφική πλευρά, η οποία είναι πολύ πολύ ενδιαφέρουσα και κοινωνική και πολιτική ακόμα. Το ότι δεν έγινε φυσικά προφανώς δε μπορούσε να γίνει. Τι θα γίνει; Θα προβάλλονται οι μεταφράσεις στον τοίχο; Ένα τραγούδι ή το τραγουδάς ή δεν το τραγουδάς.

-Η κρίση λοιπόν, κατά ποιο τρόπο έχει επηρεάσει το καλλιτεχνικό πεδίο της χώρας;
Γ.Κ.: Η άνοδος του λαϊκισμού και του λανθάνοντος φασισμού είναι για εμένα ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη χώρα. Δε συζητιέται. Η κρίση αν έχει επηρεάσει, έχει επηρεάσει αυτά τα δύο. Ο λαϊκισμός, η ευκολία με την οποία μπορεί κανείς να εξευτελίζει τα πάντα αφενός, η έλλειψη δηλαδή ποιότητας, λόγου και συμπεριφορών από τη μια μεριά, δηλαδή, λαϊκισμός σημαίνει συγχρόνως και υποκρισία. Σημαίνει πάρα πολλά πράγματα και συγχρόνως αυτή η εξαιρετικά μεγάλη διεύρυνση των απόψεων των αυταρχικών, δηλαδή ενός έρποντος και λανθάνοντος φασισμού, ο οποίος είναι μπροστά μας και θα τον βρούμε μπροστά μας. Δυστυχώς. Η μόνη πρόβλεψη που κάνω. Θα τον βρούμε έντονα μπροστά μας και αυτό μπορεί να σημαίνει πάρα πολλά πράγματα. Τον έχουμε γνωρίσει αυτό το φασισμό και δεν υπάρχει κανείς λόγος, δε θα ήταν καθόλου ενδιαφέρον για εμάς να τον ξαναβρούμε.

-Και με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να αγωνιστούμε ενάντια σε αυτό το φασισμό;
Γ.Κ.:  Για εμένα, υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος, αλλά δε βλέπω πώς θα μπορούσε να υπάρξει μία τέτοια μεταρρύθμιση, μία αναθεώρηση που να οδηγεί προς τα εκεί. Παιδεία. Τίποτα άλλο. Παιδεία. Θα έπρεπε από πολύ μικρά τα παιδιά να μπαίνουν σε μία άλλη διαδικασία αναμόρφωσης, διότι παίρνουν λάθος και από την οικογένεια και από τα φερσίματα της οικογένειας και από αυτά που ακούνε και βλέπουνε δεξιά και γύρω τους και κατά συνέπεια θα έπρεπε να γίνει μία πολύ μεγάλη μελέτη για ένα παιδαγωγικό σύστημα, το οποίο θα προσέβλεπε πραγματικά σε πολύ συγκεκριμένους στόχους και θα προσπαθούσε να βγάλει τα παιδιά και από τη κατηγορία των ψηφοφόρων και να τα πάει στην κατηγορία των σκεπτόμενων. Είναι τόσο απλό και τόσο δύσκολο να γίνει.

-Και όχι μόνο. Το ζήτημα είναι ότι για παράδειγμα στο δημοτικό τα παιδιά μαθαίνουν διάφορα τραγούδια σε μουσική του Χατζιδάκι, που αναφέραμε πιο πριν, και δε γνωρίζουν ποιο είναι το έργο του Χατζιδάκι. Δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη νύξη. Ένα άλλο παράδειγμα είναι «Οι δραπέτες της σκακιέρας», η θεατρική παράσταση του Ευγένιου Τριβιζά, στην οποία είχατε γράψει εσείς τη μουσική.
Γ.Κ.: Κοιτάξτε κάτι. Είναι γεγονός ότι οι έντεχνοι μουσικοί, που δεν ασχολούνται με ένα είδος πιο διαδεδομένο αυτή τη στιγμή είναι σαν να μην υπάρχουμε. Το γεγονός ότι υπάρχουν από εδώ και από εκεί κάποιες εκπομπές που γίνονται και εν πάση περιπτώσει που ακούγεται ξαφνικά ένα έργο για το οποίο ο άλλος δεν ξέρει ποιος είσαι εσύ που το έγραψες και του αρέσει, είναι οπωσδήποτε θετικό, αλλά δε παράγει αυτό που θα λέγαμε βεντέτες. Δεν είμαστε βεντέτες, δε μπορούμε να είμαστε βεντέτες και δε θέλουμε να είμαστε βεντέτες. Δεν είναι εκεί το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι τα παιδιά να μπουν σε μία διαδικασία όσον αφορά τη μουσική και να καταλάβουν ότι υπάρχουν πολλές και διαφορετικές μουσικές. Να καταλάβουν τη σημασία τους και τη σημασία της αναγκαιότητας που μπορεί να έχει η ύπαρξή τους σε διάφορα πνευματικά επίπεδα, γιατί αυτό μπορούν να το δουν και από τα κείμενα που θα διαβάσουν και λίγο λίγο να αποκτήσουν μία ανοιχτή ματιά, να μη γίνονται πιστοί πομποί. Ό,τι ακούσανε γύρω τους και ό,τι κατά τύχη τους συνέβη μπροστά τους. Είναι δύσκολο. Θα μου πείτε ποιοι θα διδάξουν αυτά τα παιδιά. Πρέπει να κάνει κανείς δηλαδή μία κάθαρση ας πούμε, καθαρά πνευματική, για να μπορέσει να βρει και εκείνους τους παιδαγωγούς που θα μπορούσαν να βάλουν τα παιδιά στη λογική του να ξαναανακαλύψουν αυτό που είναι ο κόσμος μας, που είναι ο κόσμος της Ελλάδας, αυτός που είναι γενικότερα ο πνευματικός κόσμος και να μπορέσουν πραγματικά να τον αποκτήσουν. Δεν είναι εύκολο. Δεν ξέρω πώς μπορεί να γίνει. Λέω μέσω της παιδείας, γιατί η παιδεία είναι το μέσο, αλλά το πώς είναι κάτι πολύ δύσκολο, γιατί οι άνθρωποι είμαστε άνθρωποι. Και οι άνθρωποι λίγο πολύ ζούμε μέσα σε αυτή την κοινωνία και είμαστε εμποτισμένοι από τη ζωή μας και τα ερεθίσματα που παίρνουμε από αυτή την κοινωνία.

-Κλείνοντας ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Γ.Κ.: Έχω γράψει για εμένα ένα σημαντικό έργο και δύσκολο. Διαρκεί 40 λεπτά. Είναι σαν τελετουργικό δράμα, μουσικό δράμα, λυρικό δράμα, δηλαδή έχει τραγουδιστές, έχει και ορχήστρα. Ελπίζω ότι θα παιχτεί από το Μέγαρο γύρω εκεί στο Μάρτιο. Πράγματα δύσκολα, διότι αυτά χρειάζονται κάποια χρήματα. Το Μέγαρο, όπως όλα, αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μεγάλη στενότητα χρημάτων για να κάνει παραγωγές. Τα βγάζει πέρα με πολύ κόπο, αλλά παρόλα αυτά επειδή ακριβώς το παλεύει θέλω να πιστεύω ότι θα φτάσει εκείνη η μέρα που θα το ακούσουμε επιτέλους. Γιατί, είναι ένα έργο που το είχα ξεκινήσει το 2010 προς 2011. Εκεί κάπου στο 2011 αναγκάστηκα να το διακόψω, διότι δέχθηκα να πάρω το βάρος του Μεγάρου επί τρία χρόνια έως ότου ψηφιστεί ο νέος νόμος και το έκανα με πολύ κόπο και με αγάπη για το ίδρυμα και έφτασα στο σημείο να μην έχω γράψει αμέσως κάτι και να το τελειώσω τους τελευταίους μήνες που τελείωνα τη θητεία μου στο Μέγαρο και που είχα μία μεγαλύτερη άνεση, ξέροντας ότι φεύγω, άρχισα λίγο λίγο να επανέρχομαι στο έργο και το τελείωσα μέσα στο 2014 και στις αρχές του 2015 ήταν έτοιμο. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Να είστε καλά.


Σχόλια