Αμφιταλαντευόμενος
στη ζωή που άφησε πίσω του και στη ζωή, που πρέπει να εναρμονιστεί, ο Δρόσος,
«Το αγόρι στο θεωρείο», ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου της Αγγελικής Δαρλάση που
κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, έρχεται αντιμέτωπος με τις έννοιες της
προσφυγιάς, του πολέμου, της ειρήνης, της ζωής και της επιβίωσης, μέσα σε ένα
κόσμο, που η λέξη «πρόσφυγας», είναι ταμπού. Βασιζόμενη στην πραγματική ιστορία
της εγκατάστασης των προσφύγων στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1922, η συγγραφέας
μεταφέρει τους αναγνώστες της σε ένα ταξίδι στην ιστορία του χθες και του
σήμερα, που επαναλαμβάνεται δίχως «διακρίσεις».
Η συγγραφέας του
βιβλίου, όπως συνέβη και με το προηγούμενο βιβλίο της «Όταν έφυγαν τ’αγάλματα»
καταφέρνει να συνδυάσει την ιστορία με το φαντασιακό χώρο της λογοτεχνίας
κεντώντας ένα νέο «μύθο» γύρω από τις έννοιες της αγάπης, της ανθρωπιάς, της
αλληλεγγύης αλλά και του σεβασμού της διαφορετικότητας. Στα βιβλία της δεν
υπάρχει η έννοια του άλλου λαού, του ξένου, αλλά η κατάρριψη κάθε είδους
στερεοτύπων και προκαταλήψεων, που δημιουργούνται λόγω της ημιμάθειας ή της
αμάθειας. Διακριτή είναι επίσης και η θεατρικότητα της αφήγησής της και η αγάπη
της για το θέατρο παραδίδοντάς μας ένα ακόμα βιβλίο που κάλλιστα θα μπορούσε να
μεταφερθεί στο θεατρικό σανίδι.
Η Αγγελική Δαρλάση,
με την απλότητα και συνάμα την ουσιαστικότητα της γραφής της, χαρίζει στους
αναγνώστες της ένα βιβλίο, που δεν έχει ως σκοπό του να διδάξει αλλά να μας προβληματίσει
και να μας ευαισθητοποιήσει, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους, μικρούς και μεγάλους,
με όλες αυτές τις προκαταλήψεις που κατακλύζουν διαχρονικά τις κοινωνίες.
Πριν από λίγες
ημέρες, συναντηθήκαμε μαζί της και μιλήσαμε για το νέο της βιβλίο «Το αγόρι στο
Θεωρείο», την έννοια του πρόσφυγα, την ιστορία, την παιδεία, το αβέβαιο της
ζωής και τη δημιουργικότητα που αποτελεί μία «ανάσα» στις δύσκολες εποχές που
ζούμε.
Συνέντευξη της συγγραφέως Αγγελικής
Δαρλάση στη Ράνια Παπαδοπούλου
-Το νέο σας βιβλίο
«Το αγόρι στο θεωρείο» βασίζεται σε μία πραγματική ιστορία της Μικρασιατικής
Καταστροφής και πιο συγκεκριμένα στην εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στο
Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1922. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με
αυτή την ιστορία;
Α.Δ.: Αφορμή ήταν
η φωτογραφία με τους πρόσφυγες στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, την οποία την ήξερα
και από τις σπουδές μου, αλλά ξαναέπεσα επάνω της όταν έκανα την έρευνα για το
προηγούμενο μυθιστόρημα «Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα». Ταυτόχρονα εκείνη την
περίοδο ήταν και η χρονιά με τη μεγάλη προσφυγική κρίση, με τους πρόσφυγες από
τη Συρία. Το προσφυγικό, η ένταξη και η αποδοχή, είναι ένα θέμα που επανέρχεται
πάντα στα βιβλία μου, από τους «Ονειροφύλακες» από το πρώτο μου μυθιστόρημα,
αλλά και στα θεατρικά μου, ένα θέμα που σταθερά με απασχολεί. Εκείνη την
περίοδο όμως με πλήγωνε τόσο που δεν μπορούσα να σχεδόν να το αγγίξω, αδυνατούσα. Ταυτόχρονα
όμως, η ανάγκη να μιλήσω γι’ αυτό το θέμα ήταν έντονη. Βλέποντας τη φωτογραφία,
το γεγονός ότι μιλάμε για πολλά χρόνια πριν, μου έδινε αυτή την απαραίτητη απόσταση, μια απόσταση που είχα ανάγκη, προκειμένου να
αποστασιοποιηθώ, να δω πιο ψύχραιμα την κατάσταση και τους ήρωες και εν τέλει
να μπορέσω να πραγματευτώ το συγκεκριμένο θέμα. Σκέφτομαι πως ίσως περισσότερο
ήθελα να μιλήσω για το σήμερα παρά για το τότε ή μάλλον ναι, και για τα δύο ταυτόχρονα.
-Εντοπίζετε κοινά
στοιχεία στο χθες και στο σήμερα;
Α.Δ.: Πάντα
υπάρχουν κοινά στοιχεία. Φυσικά και υπάρχουν. Στο πώς υποδέχεσαι και αποδέχεσαι
τους πρόσφυγες σε μία καθημερινότητα και φυσικά το πιο ανθρώπινο κομμάτι, το
πώς αποδέχεσαι εσύ ο ίδιος ως πρόσφυγας
το ότι έχεις χάσει τα πάντα.. Έβλεπα όλους αυτούς τους ανθρώπους, που μέχρι
χθες, μέχρι λίγες μέρες πριν, είχαν μία κανονικότατη ζωή… Ξαφνικά έπρεπε να
ξεχάσουν ό,τι είχαν, να ξεχάσουν το πώς ζούσαν και πλέον να ζουν μέσα σε μία
σκηνή ή στο δρόμο… Πραγματικά με πονούσε και αδυνατούσα να διανοηθώ πώς μπορείς
να συνεχίσεις, πώς ζεις σε μία τόσο δύσκολη κατάσταση από πού αντλείς τη δύναμη
και το κουράγιο. Εκεί εστίασα περισσότερο. Από αυτή τη μεριά ήθελα να δω το
θέμα «πρόσφυγας». Το πώς δηλαδή
αποδέχεσαι το τέλος μίας πρώτης ζωής που έχεις και πώς συνεχίζεις να ζεις
ξαναστήνοντας μία δεύτερη ζωή.
-Έχουμε λοιπόν το
Δρόσο, το αγόρι στο θεωρείο, τον πρωταγωνιστή του βιβλίου σας, ο οποίος έρχεται
στην Ελλάδα μαζί με τη Δόμνα, τη θετή του μητέρα, που τον δηλώνει ως παιδί της,
αλλά και τη φανταστική αδερφή του, την
Αρετή. Ένα νεαρό παιδί πόσο δύσκολο είναι να αποδεχθεί το θρήνο της απώλειας και
του αβέβαιου;
Α.Δ.: Δεν ξέρω
ειλικρινά. Είναι ένα θέμα που με παγώνει γι’ αυτό και μάλλον θέλησα να το ψηλαφήσω . Δεν είναι ακριβώς φανταστική
η αδερφή. . Υπάρχει η αδερφή του. Ή έστω
υπάρχει μέχρι που χάνεται. Ας μην πούμε
περισσότερα γι’ αυτό. Άλλωστε αυτό ήταν κάτι που ήθελα κι εγώ να διερευνήσω –
κι η πορεία μού έκρυβε πολλές εκπλήξεις.
Μερικές φορές νομίζω πως τα παιδιά, αποδεικνύονται πιο
δυνατά από τους μεγάλους, κάτι που υπάρχει και στο βιβλίο ως οπτική, αλλά ταυτόχρονα βιώνουν και πιο εριστικά
κάποια πράγματα. Το γεγονός της απώλειας σαφώς και θα στιγματίσει ένα
παιδί διαφορετικά, απ’ ό,τι στιγματίζει
ένα μεγάλο. Έτσι νομίζω.
Πόνεσα κι εγώ πάρα πολύ, γιατί ήταν κάτι το οποίο δεν το
είχα προσχεδιάσει ∙ με βρήκε αυτή η απώλεια του ήρωά μου.
Συγκλονίστηκα όταν την ανακάλυψα. Και προσπάθησα κι εγώ να τη διαχειριστώ, αυτό
κάνεις, άλλωστε, όταν κάνεις τέχνη. Επεξεργάζεσαι
όσα σε βασανίζουν και σε συγκλονίζουν … Αλλά σίγουρα μ’ ενδιέφερε να φτάσω στο
μεδούλι, αυτό το υπαρξιακό κομμάτι ήθελα να παρουσιάσω. Για την ύπαρξή του που
φέρει την αδυναμία παραδοχής της απώλειας.
-Η Αρετή ωστόσο,
κλείνεται μέσα σε ένα δικό της κόσμο, μέσα σε ένα μικρό μπαούλο, που έφερε μαζί
της η Δόμνα και έχει σπάσει σε ένα σημείο. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Α.Δ.: Η Αρετή
είναι μία πολύ ιδιαίτερη περσόνα. Δεν επέλεξα εγώ κάποια πράγματα. Τα επέλεξε
εκείνη. Ήταν μία ηρωίδα, που για πρώτη φορά, αδυνατούσα να συλλάβω. Δε μου
μιλούσε, δε μου αποκάλυπτε πράγματα για τον εαυτό της.
Ώσπου κάποια
στιγμή, αποφάσισε να κλειστεί μέσα στο μπαούλο. Δε μου αρέσουν
οι συμβολισμοί, αλλά είναι λίγο κι ένα σύμβολο, ή απλώς μπορεί να είναι η απτή
απόδειξη αυτού που λέγαμε πριν: Δεν μπορείς να αποδεχθείς ότι κάποια πράγματα
έχουν τελειώσει και πρέπει να μπεις σε έναν άλλο κόσμο και να ζήσεις μία ζωή
που δεν έχεις επιλέξει, που δεν είναι αυτή που αναγνωρίζεις, που δεν είναι αυτή
που θα ήθελες. Άρα κρύβεται στο μπαούλο και για να προστατευτεί από όσα
τρομάζουν, για να απομονωθεί και για να θρηνήσει. Μέσα στο μπαούλο είναι ο κόσμος που μπορεί να
αντέξει.
-Ο Δρόσος από την
άλλη θρηνεί πιο σιωπηλά κατά κάποιο τρόπο. Κάποιες φορές εναντιώνεται και στη
Δόμνα, αμφιβάλλει γι’ αυτή κ.ά. Πώς εξελίσσεται αυτή η σχέση με τη νέα του
μητέρα;
Α.Δ.: Νομίζω ότι
ο Δρόσος φέρεται πάρα πολύ άδικα στη Δόμνα. Στο τέλος, μετά από χρόνια έρχεται
και της αναγνωρίζει όλα όσα έκανε για αυτόν. Και το θεωρώ φυσιολογικό. Η Δόμνα
γίνεται αποδέκτης και της οργής του και του βουβού θρήνου του. Ο Δρόσος,
προσωποποιεί στη Δόμνα όλα του τα δεινά. Δηλαδή, κάπου τη θεωρεί υπεύθυνη για
το ότι δε βρήκε τους γονείς του, για τη ζωή που ζουν. Έχει την ανάγκη κάποιος
να φταίει. Όταν είσαι μικρό παιδί, δε μπορείς να καταλάβεις ποιος φταίει: ότι
φταίνε οι πολιτικοί, οι πόλεμοι … Γενικώς φταίει ο πόλεμος, αλλά ποιος είναι
πίσω από τον πόλεμο; Όταν είσαι λοιπόν
μικρός, δεν λες φταίνε οι πολιτικοί και
τελειώνει εκεί. Έχεις την ανάγκη να κάνεις πιο απλή και συγκεκριμένη την αιτία
της οργής σου. Η Δόμνα γίνεται, λοιπόν,
ο αποδέκτης της οργής και του θρήνου του Δρόσου. Στο τέλος, ωστόσο,
νομίζω ότι την αποδέχεται πραγματικά σαν μάνα του. Της αναγνωρίζει ότι υπήρξε η
οικογένειά του από το σημείο που έφτασαν στην Ελλάδα και μετά.
-Πώς μπορεί λοιπόν
κάποιος να μιλήσει σε ένα μικρό παιδί για την έννοια του πολέμου;
Α.Δ.: Προσωπικά,
από μικρή έως και τώρα αδυνατώ να συμφιλιωθώ με την ύπαρξη του πολέμου. Αδυνατώ
να συλλάβω τον παραλογισμό και την αδικία του. Δε μπορείς να μιλήσεις εύκολα
για τον πόλεμο. Πολλές φορές ανατρέχω σε αυτό που λέει ο Μπρεχτ στον «Κύκλο με
την Κιμωλία», ότι όταν τελειώνει ένας πόλεμος κερδίζουν οι άνθρωποι. Δεν υπάρχουν
νικητές και χαμένοι. Πραγματικά, όταν τελειώνει ένας πόλεμος κερδίζουν οι
άνθρωποι. Νομίζω ότι μπορείς να μιλήσεις για τον πόλεμο δείχνοντας το τι δεινά
φέρνει ο πόλεμος στην καθημερινότητα και στις ζωές των ανθρώπων. Όταν μιλάμε
για την Ιστορία πολλές φορές αναφέρουμε τα συμβάντα και ξεχνάμε ότι πίσω από
τις μάχες, πίσω από τα πρωτόκολλα, πίσω από όλες αυτές τις συμφωνίες υπάρχουν
πάντα άνθρωποι. Υπάρχουν πάντα ζωές που διαλύονται. Οπότε, όταν μιλήσεις για
αυτές τις ζωές και εστιάσεις σε κάποια από αυτές τις ζωές, μπορείς και να
μιλήσεις για τον πόλεμο.
-Και η Ιστορία;
Α.Δ.: Η Ιστορία
είναι πάρα πολύ σημαντική και δυστυχώς δεν την αγαπάμε και δεν την γνωρίζουμε .
Σίγουρα ο τρόπος που διδάσκεται πολλές φορές στο σχολείο, όπως τη διδαχτήκαμε
κι εμείς και τη διδάσκονται και τα
σημερινά παιδιά, δε βοηθάει. Ίσως να είναι κι αυτός ένας λόγος. Όταν όμως
αρχίζεις και βλέπεις τις ανθρώπινες
ιστορίες πίσω και μέσα στην Ιστορία η οπτική αλλάζει. Κι ίσως πιο εύκολα να διαπιστώνεις
πως οι άνθρωποι κάνουμε διαχρονικά τα ίδια λάθη. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν,
όχι επειδή είναι μοιραίο, αλλά γιατί δε διδασκόμαστε αυτό που λέμε από την
ιστορία. Κι είναι κρίμα, επειδή πολλές
φορές, η Ιστορία μπορεί να μας διδάξει και κατανόηση. Μπορούμε μέσω της μελέτης
της να κατανοήσουμε το παρελθόν μας, να το κοιτάξουμε κατά πρόσωπο, να
συμφιλιωθούμε μαζί του και να συνεχίσουμε όχι αγνοώντας το, αλλά γνωρίζοντάς το
σε βάθος, κι έτσι σοφότεροι να προχωρήσουμε προς ένα μέλλον καλύτερο.
-Ωστόσο, μήπως είναι
κάπως επικίνδυνο για ένα συγγραφέα να τολμήσει να συνδυάσει το κομμάτι της
λογοτεχνίας με την πραγματικότητα της ιστορίας, το στοιχείο του πραγματικού σε
σχέση με το φαντασιακό;
Α.Δ.: Επικίνδυνο
δεν είναι, αρκεί να έχεις κάνει έρευνα, έτσι νομίζω. Έτσι κι αλλιώς σε αυτές
τις περιπτώσεις η λογοτεχνία είναι το ζητούμενο, δε γράφεις Ιστορία. Ο
συγγραφέας δίνει τη δική του εκδοχή, αφηγείται μία ιστορία, που μπορεί μεν να
συνέβη σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, αλλά σε κάθε περίπτωση, καταθέτεις
τη δική σου εκδοχή, τη δική σου ματιά μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο.
-Όπως συνέβη και στο
«αγόρι στο θεωρείο», στο οποίο έχετε κάνει μία ενδελεχή έρευνα, ώστε να
μπορέσετε να αποτυπώσετε τα γεγονότα της Ιστορίας.
Α.Δ.: Ναι, έκανα
έρευνα. Και μάλλον κράτησα εκείνες τις ιστορίες, που εμένα με συγκίνησαν
περισσότερο, όπως ας πούμε η αναφορά στο Ιαπωνικό καράβι που διέσωσε πρόσφυγες
κι αποφάσισα ότι θα την συμπεριελάμβανα με κάποιο τρόπο. Για μένα ήταν μια γοητευτική και συγκινητική
αφήγηση, ακόμα κι αν ήταν ένας «μύθος» κάτι που πέρασε από στόμα σε στόμα. Παρ’ όλα αυτά ήθελα να ξέρω κατά πόσο υπήρχε
βάσιμη αναφορά, αν υπήρχε και ιστορική ακρίβεια και αλήθεια πίσω από αυτή την
αφήγηση. Και κάπως έτσι βρήκα τη διατριβή μιας ιστορικού από την Ιαπωνία, που
αναφερόταν στην ύπαρξη ή μη του συγκεκριμένου Ιαπωνικού καραβιού στο λιμάνι της
Σμύρνης.
Και γενικότερα μετά την έρευνά μου τελικά κράτησα αυτά τα
ιστορικά στοιχεία που με συγκίνησαν, ή που με άγγιζαν ή που θεώρησα ότι ήταν τα
λιγότερο γνωστά. Η αλήθεια είναι ότι έχουν ειπωθεί πολλά για τη Μικρασιατική
καταστροφή αλλά εμένα είπαμε μ’ ενδιέφερε πολύ
το να μιλήσω και για το σήμερα. Ίσως γι’ αυτό στο βιβλίο μου επέλεξα να
μην υπάρχει στην αρχή σαφής χρονικός προσδιορισμός. ΟΙ ήρωες βρίσκονται στο μετά
μιας μεγάλης καταστροφής. Μέσα στο θέατρο που βρέθηκαν, ακόμη κι εγώ «ξέχασα», πως βρίσκονται στο τότε.
Άλλωστε τι σημασία έχει; Ο πόνος είναι ο ίδιος και τότε και τώρα. Ήθελα μαζί
μου να ξεχάσουν κι οι αναγνώστες ότι είμαστε στο τότε για να συνειδητοποιήσουν
τις ομοιότητες. Μόνο προς το τέλος του βιβλίου γίνεται όλο και πιο συγκεκριμένη
η αναφορά στη Μικρασιατική καταστροφή.
-Ειδικά και με το
υστερόγραφο του βιβλίου.
Α.Δ.: Ναι, το
θαλασσινό. Εκεί πλέον τοποθετούμαστε σαφώς
χρονολογικά. Μέχρι τότε παίζω με τη γοητεία του άχρονου, ίσως γι’ αυτό
και κατέφυγα και στα στοιχεία του μαγικού ρεαλισμού, άλλωστε το ότι βρισκόμαστε σ’ ένα θέατρο ως συνθήκη με διευκόλυνε, σχεδόν μου το
υπαγόρευσε. Οπότε πλέον στο υστερόγραφο ενώ συνειδητοποιείς πως η ιστορία του
Δρόσου διαδραματίζεται μετά την Μικρασιατική καταστροφή, ως το υστερόγραφο
έχεις συνειδητοποιήσει πως οι άνθρωποι ανεξαρτήτως εποχής, κοινωνικής
κατάστασης και ιστορικής περιόδου, πονούν το ίδιο. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουμε.
Ούτε κι ο πόνος σε παρόμοιες συνθήκες.
-Η Αρετή, η αδερφή του
Δρόσου, που είναι και δεν είναι φανταστική, φοβάται ότι ο Δρόσος θα την
ξεχάσει. Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος φόβος του ήρωα;
Α.Δ.: Νομίζω πως
ναι. Γιατί νομίζω ότι φοβάται να ξεχάσει. Το λέει και ο Σάββας κάπου. Όταν
ξεχνάς αυτούς που αγαπάς είναι σαν να μην υπάρχουν. Και νομίζω ότι τους
ανθρώπους που αγαπάμε δε θέλουμε να τους ξεχάσουμε. Το να φυλάς τη μνήμη είναι
σαν να τους διατηρείς ζωντανούς. Μετά την παραδοχή του θανάτου νομίζω πως
έρχεται και σε βρίσκει ένας έντονος φόβος, φόβος για το αν θα συνεχίσεις να
θυμάσαι. Ένας σχεδόν υπαρξιακός φόβος, έτσι τον αντιλαμβάνομαι.
-Επίσης, επιλέγετε να
φέρετε το θέατρο μέσα στο θέατρο, σε ένα εγκαταλελειμμένο θέατρο και πιο
συγκεκριμένα την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ. Γιατί επιλέξατε αυτό το έργο;
Α.Δ.: Ήταν συνδυασμός
λόγων. Καταρχάς, με οδήγησε ο ίδιος ο τόπος. Το ότι αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν
να ζουν μέσα σε ένα θέατρο και όχι κάπου αλλού,
ήταν, άλλωστε, κι ένας από τους λόγους που επέλεξα να πω αυτή την
ιστορία. Για εμένα ήταν γοητευτικό, παράδοξο και αλλόκοτο, το γεγονός ότι σε
ένα κτήριο το οποίο ήταν προορισμένο να στεγάσει παραστάσεις, ξαφνικά στέγαζε
ζωές, μια καθημερινότητα. Φυσικό λοιπόν
να βρούνε κάπου παραπεταμένο ένα έργο. Ποιος όμως; Δεν ήθελα, για διάφορους
λόγους να είναι τραγωδία. Σκέφτηκα να είναι Σαίξπηρ, ίσως κι εξαιτίας της
μεγάλης αγάπης μου για τη δραματουργία
του Σαίξπηρ. Θα μπορούσα να μιλάω ατέλειωτες ώρες για τον Σαίξπηρ. Κάνοντας
λοιπόν την έρευνά μου, έπεσα πάνω στην μετάφραση της «Τρικυμίας» του Πολυλά,
του 1913. Πλέον δεν είχα καμία αμφιβολία ότι αυτό θα ήταν το έργο το οποίο θα
έβρισκε ο ήρωάς μου και το οποίο θα ανέβαζε ο προσφυγικός τους θίασος. Ένα έργο
που μιλάει για τα μάγια, για προδοσία, για εξορία, για ναυαγισμένους ανθρώπους
σ’ ένα ερημονήσι. Η σχέση δεν του Άριελ με τον Πρόσπερο μου αποκάλυψε πράγματα
και για τους δικούς μου ήρωες και ο Άριελ με βοήθησε να «κατανοήσω» και τον
δικό μου ήρωα. Κι έτσι,
συμπτωματικά, βρέθηκα η έρευνα να με οδηγεί σε ένα έργο αγαπημένο που
μου προσέφερε μοτίβα αναγνωρίσιμα και αξιοποιήσιμα και που με βοήθησε και
δραματουργικά, αναφορικά με την πλοκή,
το χαρακτήρα του βασικού μου ήρωα αλλά
και τις σχέσης του με την αδερφή του.
-Θα ήθελα να
επανέλθουμε στο θέμα του πρόσφυγα. Σε κάποιο σημείο της ιστορίας, όταν ο Δρόσος
αποκαλείται υποτιμητικά πρόσφυγας από έναν ανθοπώλη, εκείνος αποδέχεται το
χαρακτηρισμό υψώνοντας το ανάστημά του, δηλώνοντας περήφανος που έχει αυτή την
ιδιότητα. Πόσο δύσκολο είναι για ένα παιδί να αποδεχθεί αυτή την ιδιότητα και
να μπορέσει να ζήσει αυτή τη δεύτερη ζωή, όπως δηλώνει και ο ίδιος ότι ζει;
Α.Δ.: Δεν είναι
εύκολο, για αυτό και στην αρχή δεν το αποδέχεται και δεν τολμάει καν να το πει.
Κάποια στιγμή που το συνειδητοποιεί, την πρώτη φορά που του το λέει ο
ανθοπώλης, εκείνος αρχίζει και τρέχει
και λέει μάλιστα ότι «έτρεχε κυνηγημένος από μια λέξη». Η λέξη είναι φυσικά η
λέξη «πρόσφυγας». Μια σκηνή που δείχνει
πολύ έντονα, θεωρώ, αυτό που αισθάνεται ένα παιδί, ίσως και ένας ενήλικος ∙ το
ότι δε μπορείς να αποδεχθείς όλες αυτές τις συνδηλώσεις που φέρει η λέξη πρόσφυγας.
Φυσικά, μετά το αποδέχεσαι και βλέπεις τώρα τους απογόνους προσφύγων, που πλέον
το αναφέρουν ως «τίτλο τιμής» το ότι
είναι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Για μένα είναι παράλληλα και τίτλος τιμής, γιατί το να λες ότι είσαι πρόσφυγας σημαίνει
αυτόματα ότι έχεις περάσει πολλά, έχεις επιβιώσει, στάθηκες δύσκολα ή πολύ
δύσκολα στα πόδια σου και ξαναέστησες τη ζωή σου και ζεις. Ταυτόχρονα όμως
είναι μια λέξη που κάθε μα κάθε φορά που τη λες πονάει. Επειδή παράλληλα
σημαίνει και όλα όσα έχασες, όλα όσα σου στέρησαν. Πόσο εύκολο είναι να το
αποδέχεσαι αυτό κάθε μέρα; Αλλά μαθαίνεις και συνεχίζεις να ζεις. Επειδή δεν
μπορείς να κάνεις αλλιώς. Πρέπει να μάθεις να ζεις, σχεδόν από την αρχή.
-Και όσον αφορά το
θέμα του ρατσισμού;
Α.Δ.: Αρχικά, ο
Δρόσος δεν αφήνει τον εαυτό του να επηρεαστεί από αυτό. Μετά, αναγκαστικά ο
ήρωας βρίσκεται αντιμέτωπος με αυτό τον όποιο ρατσισμό. Αρχικά, τον
αντιμετωπίζει με πίκρα και νομίζω στη συνέχεια με κατανόηση. Αν σκεφτούμε
ψύχραιμα και το γενικότερο Ιστορικό πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε το γιατί
τότε υπήρξαν ανάξιες συμπεριφορές, που πολλές φορές, όταν κάποιοι τις
εκμεταλέυονταν και πολιτικά προς όφελός τους,
έφταναν και στο σημείο να γίνονται και ρατσιστικές. Η άγνοια, η αμάθεια
και η ημιμάθεια οδηγούν στο ρατσισμό και είναι πολύ εύκολο τελικά για ένα κόσμο
που έχει χίλια δυο προβλήματα, να του φταίει πάντα ο ξένος. Αυτό δεν είναι
χαρακτηριστικό μόνο εκείνων των ανθρώπων που έζησαν τότε τη Μικρασιατική
καταστροφή και υποδέχθηκαν τους πρόσφυγες, αλλά και στη σημερινή εποχή. Πάντα
σε δύσκολες καταστάσεις έχουμε την τάση για τα δικά μας τα προβλήματα να
θεωρούμε ότι φταίει πάντα ο ξένος. Είναι αυτό που λέγαμε και πριν. Η ιστορία
επαναλαμβάνεται, οι ανθρώπινες αντιδράσεις επαναλαμβάνονται διαχρονικά.
-Παράλληλα, ο Δρόσος
από την πρώτη του ζωή κρατά το άρωμα της τριανταφυλλιάς, όπως υπάρχει το rosebud στον «Πολίτη
Κέιν», την ταινία του Όρσον Γουέλς. Τι συμβολίζει για αυτόν, η ύπαρξη της
τριανταφυλλιάς στη ζωή του;
Α.Δ.: Οι αναμνήσεις από την παιδική μας ηλικία
έχουν να κάνουν πολλές φορές με αισθήσεις πέραν της όρασης. Δηλαδή, με αρώματα,
με γεύσεις, οπότε το άρωμα από τις τριανταφυλλιές ή τα χρώματα που έβλεπε στις
τριανταφυλλιές του σπιτιού του, σαφώς και συμβολίζουν γι’ αυτόν τη γαλήνη, την
ηρεμία, τη σπιτική ζεστασιά, το χάδι. Άλλωστε τα τριαντάφυλλα κατά περίεργο
τρόπο σημαίνουν κάτι και για το ναυτικό, που συναντάμε στο «Υστερόγραφο».
Ως προμετωπίδα σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου υπάρχει το
εξής: «Από το σπίτι μας θυμάμαι την τριανταφυλλιά στο σπίτι της μάνας μου». Τη
φράση αυτή την βρήκα αφού είχα τελειώσει σχεδόν το βιβλίο, σε μια μαρτυρία μιας
Σύριας προσφυγοπούλας, που ζούσε σε ένα προσφυγικό καταυλισμό το 2013. Μια
ανάμνηση που είχαν τόσο έντονη οι ήρωές μου, που έζησαν τότε, την είχε, την
έφερε και μία πρόσφυγας το 2013.Τα τριαντάφυλλα είναι λίγο για όλους τους το
σπίτι που πλέον δεν έχουν.
-Γράφετε εδώ και
αρκετά χρόνια παιδικά βιβλία, παραμύθια και θεατρικά. Κατά τη γνώμη σας, πότε
ένα βιβλίο είναι επιτυχημένο, δεδομένου του όγκου των βιβλίων που κυκλοφορούν
κάθε χρόνο;
Α.Δ.: Δεν ξέρω να
πω πραγματικά. Από τη μια πλευρά σίγουρα είναι η αποδοχή των αναγνωστών. Το να
το διαβάσουν οι αναγνώστες και να τους μιλήσει, να τους συγκινήσει, να βρουν
δικές τους αναφορές ούτως ώστε να το ξεχωρίσουν. Από την άλλη σίγουρα είναι και
οι καλές κριτικές από τους κριτικούς, ή κι από ομοτέχνους. Μάλλον τελικά είναι
ο συνδυασμός των δύο. Νομίζω αυτό θα πρέπει να είναι. Δεν ξέρω. Τουλάχιστον εγώ
χαίρομαι και για τα δύο. Και μάλλον αποζητάω και τα δύο. Κάπως έτσι πρέπει να
είναι. Δεν ξέρω.
-Έχετε δουλέψει στο
θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση. Ποιο μέσο από όλα σας μαγεύει
περισσότερο;
Α.Δ.: Με μια
πρώτη σκέψη θα έλεγα το θέατρο, γι’ αυτό και επέλεξα να κάνω εκεί τις βασικές
μου σπουδές. Αυτό που με γοητεύει στο θέατρο είναι η ταυτόχρονη συνύπαρξη της
πλατείας και της σκηνής, κάτι που δεν υπάρχει σε άλλες τέχνες. Φτιάχνεται,
δημιουργείται κάθε βράδυ. Είναι κάτι το ανεπανάληπτο. Αυτούσιο δε θα μπορούσε
να επαναληφθεί ποτέ. Αυτό το ταυτόχρονο και το εφήμερο που φέρει εγγενώς η τέχνη
του θεάτρου, με συγκινεί ιδιαίτερα και ήταν ένας βασικός λόγος που επέλεξα να
κάνω θέατρο, να σπουδάσω θέατρο και να δουλεύω στο θέατρο. Από την άλλη, δε
μπορώ να αρνηθώ ότι τα τελευταία χρόνια με συνεπαίρνει πάρα πολύ ο
κινηματογράφος. Η δύναμη που έχει η εικόνα, είναι κάτι τελείως διαφορετικό,
αλλά είναι και μία τελείως διαφορετική τέχνη. Συγγραφικά με ενδιαφέρουν και τα
δύο, γιατί στον κινηματογράφο πρέπει να είσαι πολύ πιο λιτός. Είναι μία εντελώς
διαφορετική μορφή αφήγησης, πιο τεχνική, φέρει μέσα της ούτως ή άλλως την
αναγκαστική συνεργασία, που υπάρχει στον κινηματογράφο με διαφορετικό τρόπο απ’
ό, τι υπάρχει στο θέατρο, οπότε από αυτή την έννοια θα έλεγα ότι με συγκινεί
πάρα πολύ πλέον και ο κινηματογράφος.
-Σας συγκινεί ωστόσο
και η μουσική. Puzzlemusik, ένα εξίσου σημαντικό
κεφάλαιο.
Α.Δ.: Η Puzzlemusik είναι
ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής μου ζωής με το Χρήστο Αλεξόπουλο. Είναι το παιδί
του Χρήστου, που το υιοθέτησα και το αγαπάω.. Πέρσι η Puzzlemusik έκλεισε δέκα χρόνια, δέκα
χρόνια δύσκολα και δημιουργικά, όμως ταυτόχρονα και πολύ γεμάτα, γιατί στήθηκε
με πολύ όραμα, με πολύ μεράκι και πίστη στο ότι παρά τις δυσκολίες θα αντέξουμε
να προβάλλουμε πράγματα, μουσικές που δεν θα είχαν αλλού σπίτι. Το σπίτι, όπως
λέγαμε και πριν, το θέλουμε, το έχουμε πάντα ανάγκη. Το όραμα του Χρήστου ήταν
και είναι η Puzzlemusik
να είναι το σπίτι για όμορφες, αξιόλογες μουσικές. Ωστόσο, δυστυχώς, η Puzzlemusik δε μπορεί να
πάρει όλες τις μουσικές που αξίζουν και θα ήθελε να πάρει, πόσο να μεγαλώσει;
Δηλαδή μπορεί να μεγαλώσει και μεγαλώνει, αλλά πάντα μέχρι ενός σημείου. Έχω
δουλέψει και για την Puzzlemusik
πολλές φορές. Είμαι περήφανη για τη
δουλειά του Χρήστου, της Puzzlemusik
και των καλλιτεχνών της.
-Πόσο δύσκολο είναι
να υπάρχει δημιουργία στις μέρες μας;
Α.Δ.: Νομίζω ότι
αν δεν υπάρχει η δημιουργία στις μέρες μας και αν δεν υπήρχε αυτή η δημιουργία,
δε θα υπήρχε καμία διέξοδος. Το γεγονός ότι υπάρχει δημιουργία είναι ταυτόχρονα
ελπιδοφόρο. Μόνο μέσα από τη δημιουργία μπορείς να ανταπεξέλθεις στις δυσκολίες
που ζήσαμε και ζούμε. Γιατί τελικά, το καλό που έμεινε σε όσους έμεινε, γιατί η
αλήθεια είναι ότι πάλι αλλάζουν λίγο τα πράγματα, είναι το ότι θελήσαμε να
επανεκτιμήσουμε κάποια πράγματα, κάποιες αξίες που δεν είχαμε, πιθανότατα να
τις ξαναβρούμε κι έτσι το γεγονός ότι υπάρχει δημιουργία, προσωπικά, για εμένα
είναι ανάσα. Έχω πρόβλημα αν δεν είμαι δημιουργική. Γίνομαι αφόρητη στους γύρω
μου. Και καταρχάς κι εγώ η ίδια δεν αντέχω, δηλαδή, αρχίζω να έχω διάφορα
ψυχοσωματικά. Άρα, νομίζω ότι η δημιουργία είναι διέξοδος και είναι και δρόμος
ταυτόχρονα.
-Ποια είναι τα
επόμενα σχέδιά σας;
Α.Δ.: Καταρχάς,
συνεχίζουμε στο Μεταίχμιο με τη σειρά «Ιστορίες Νεοελληνικής Μυθολογίας».
Ταυτόχρονα ετοιμάζω μία νέα σειρά για την οποία δε θα πω περισσότερα. Το μόνο
που θα πω είναι ότι είναι παλιό μεράκι και μία κοινή ιδέα που είχαμε με το
Θοδωρή Τσώλη, που είναι υπεύθυνος στο εκδοτικό και οπότε με πολύ χαρά θα γίνει
επιτέλους αυτή η σειρά. Ετοιμάζω ένα θεατρικό, το σενάριο μίας ταινίας κι έχω
και κάτι στα σκαριά στο εξωτερικό. Απλώς όλα είναι ακόμη στην αρχή κι έτσι δεν
έχω να πω περισσότερα.
Το βιβλίο «Το αγόρι
στο Θεωρείο», της Αγγελικής Δαρλάση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο,
θα παρουσιαστεί αυτή την Παρασκευή 2 Μαρτίου στις 19:30,στο Βιβλιοπωλείο Επί
Λέξει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας !