Το τραπέζι ήταν στρωμένο. Η θεία είχε ξεκινήσει να τρώει το
μεσημεριανό της. Το μενού της ημέρας
ήταν μπιφτέκια στο φούρνο με πατάτες. Όλοι είχαν καθίσει στις θέσεις τους και
περίμεναν. Στο σπίτι υπήρχε ένας παράξενος αέρας. Σαν κάτι που ήρθε για να
φύγει. Ο ψηλόλιγνος άνδρας μετά από λίγη ώρα μπήκε στο σπίτι. Ωστόσο, δεν
κάθισε στο τραπέζι. Προτίμησε να καθίσει για λίγο στον καναπέ για να ξαποστάσει.
Σε αυτόν τον καναπέ, το ντιβανομπάουλο, που συναντούσες στα περισσότερα σπίτια
εκείνη την εποχή.
«Μίμη, να βάλω φαγητό;»
«Όχι ακόμα. Εγώ δε θα φάω σήμερα», είπε ο άνδρας παίρνοντας μια βαθιά
ανάσα.
Μια πεταλούδα βγήκε από το παράθυρο και πέταξε στον ουρανό για το
αέναο ταξίδι της. Ο Μίμης γονάτισε και αυτά τα γαλανοπράσινα μάτια του πήραν
αυτό το βαθύ μπλε χρώμα της θάλασσας, που
ενώνει τον ουρανό με τη γη.
Ήταν 1η Απριλίου 1996.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας !